Προς Ρωμαίους 1,23-32
23 καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν. 24 Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὑτοῖς, 25 οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 26 Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, 27 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.28 Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα,29 πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου φόνου ἔριδος δόλου κακοηθείας,30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς,31 ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας·32 οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι.
Εἴμαστε ἀκόμη στό 1ο κεφάλαιο στόν 32ον στίχον τόν ὁποῖο ἀρχίσαμε νά ἀναλύουμε ἀλλά δέν ὁλοκληρώσαμε. Γράφει ὁ Παῦλος:οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι. Ἐδῶ ἀφοῦ προηγουμένως ἀνεφέρθη, τό εἴδαμε προηγούμενες φορές καί σέ κεῖνον τόν μακρύ κατάλογο τοῦ ἤθους τοῦ ἀρχαίου κόσμου, λέγει ὅτι τό δικαίωμα τοῦ Θεοῦ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅμως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τά πράττουν εἶναι ἄξιοι θανάτου. Κι ὄχι μόνον αὐτά τά πράττουν ἀλλά εἶναι καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι συνευδοκοῦν τοῖς πράσσουσιν. Δηλαδή συμφωνοῦν μ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι πράττουν αὐτά. Μία κοινωνία ἡ ὁποία τελικά ἀποδέχεται τόν αὐτουργόν, δέν πάει καλά αὐτή ἡ κοινωνία καί μάλιστα ἄν θέλετε ἔχει βαρύτερον θά λέγαμε ἐπιτίμιον ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά τύχαινε νά εἶναι συνευδοκῶν, δηλ. νά συμφωνεῖ μ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔκανε κάτι κακό. Λέγει μάλιστα ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «τοῦ πλημμελοῦντος ὁ τήν ἁμαρτίαν ἐπαινῶν χαλεπώτερος πολύ», ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, λέγει, ἐπαινεῖ τήν ἁμαρτίαν εἶναι χειρότερος ἀπό κεῖνον ὁ ὁποῖος πλημμελεῖ, πού κάνει τό ἁμαρτημα.
Βέβαια εδῶ δείχνει μία πάνω-κάτω χαλασμένη κοινωνία. Ἐάν μία κοινωνία, ἔτσι σκέπτεται, ἔτσι αἰσθάνεται βεβαίως ἔχουμε μία χαλασμένη κοινωνία. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, «ὁ μέν γάρ μετά τό πλημμελεῖν καταγινώσκων ἁμαρτίας δυνήσεται χρόνῳ ἑαυτόν ποτέ ἀνακτήσασθαι μεγίστην βοήθειαν ἔχων εἰς τό μεταγνῶναι τήν κατάγνωσιν τῆς ἁμαρτίας». Δηλαδή ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔκανε ἕνα ...ἔγκλημα, προϊόντος τοῦ χρόνου μπορεῖ αὐτός ὁ ἄνθρωπος νά ἔλθει σέ συναίσθηση, νά μετανοήσει καί νά πεῖ ὅτι αὐτό πού ἔκανα δέν ἦταν σωστό καί νά μετανοήσει μάλιστα μέ πολύ συντριβή. Νά δεῖτε! ὁλόκληροι ἄντρες δυό μέτρα, νά πέφτει κάτω καί νά γονατίζει καί νά κλαίει, «τί εἶναι αὐτό πού ἔκανα!». Ὑπάρχει αὐτή ἡ δυνατότητα βεβαίως. Συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος, «ὁ δ’ ἐπαινῶν τήν πονηρίαν τῆς ἐκ τοῦ μετανοῆσαι βοηθείας ἑαυτόν ἀποστερεῖ». Ἀντίθετα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ, ἐξυμνεῖ τήν ἁμαρτίαν, τό κακό, αὐτός ἀποστερεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό τοῦ νά μπορέσει νά μετανοήσει. Νά γιατί λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅτι ὁ συνευδοκῶν εἶναι χειρότερος τοῦ πλημμελοῦντος. Ἀγαπητοί μου νά τό προσέξουμε αὐτό. Ποτέ μήν ἐπαινοῦμε τό κακό. Μπορεῖ νά μήν τό διαπράξαμε ἐμεῖς, ποτέ μήν ἐπαινοῦμε. Μή βρεθοῦμε στό χῶρο τῶν συνευδοκούντων, τῶν ἐπαινούντων, τῶν συμφωνούντων μέ ἐκεῖνο τό κακό πού γίνεται.
Ὁ συνευδοκῶν, ὁ ἠθικός δηλ. αὐτουργός ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ, εἶναι ἄνθρωπος -
ἐπιτρέψατε- χαλασμένος, ὅπως σᾶς τὄπα καί προηγουμένως. Μέ κατεφθαρμένον νοῦν, ὅπως λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος Γράφει δέ ὁ Ἀπ. Παῦλος: « ... διεφθαρμένων ἀνθρώπων τόν νοῦν καί ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας» οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι διαθέτουν διεφθαρμένο νοῦ καί οἱ ὁποῖοι βεβαίως ἔχουν στερηθεῖ τήν ἀλήθεια. Δέν μποροῦν νά ἐγγίσουν τήν ἀλήθεια ἐπειδή ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐγγίζουμε τά πράγματα εἶναι ὁ νοῦς. Ἄν λοιπόν δέν διαθέτουμε σωστόν νοῦν, ἀλλά διεφθαρμένον νοῦν, πῶς ποτέ θά φθάσουμε νά ἐγγίσουμε καί δή, (καί μάλιστα) τήν μετάνοια. Καί ὅπως λέγει ἀκόμη ὁ Παῦλος, «... ἄνθρωποι κατεφθαρμένοι τόν νοῦν, ἀδόκιμοι περί τήν πίστην. ἀλλ ̓ οὐ προκόψουσιν ἐπὶ πλεῖον· ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν κατεφθαρμένο τό νοῦ, τήν νοοτροπία τους, χαλασμένο τό μυαλό τους, αὐτοί λέγει εἶναι ἀδόκιμοι σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν πίστη. Δέν μποροῦν νά σκεφτοῦν σωστά , ὅμως περισσότερο δέν μποροῦν νά προκόψουν, ἡ γὰρ ἄνοια αὐτῶν ἔκδηλος ἔσται πᾶσιν,» ἡ κατάστασή τους ἡ ἀνίατος, ὁ χαλασμένος νοῦς των, εἶναι ἔκδηλος, φανερός σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Αὐτό τό συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι, δηλ. ὁ χαλασμένος ἄνθρωπος ὅπως σᾶς εἶπα ξεκινάει ἀπό τό κέντρο τῆς προσωπικότητας πού εἶναι ἡ κατεφθαρμένη συνείδησις, ἀπό κεῖ ξεκινάει ὁ χαλασμένος νοῦς, ὁ χαλασμένος ἄνθρωπος καί διαμορφώνεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωϊσμό του, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ σατανᾶ. Ἡ ὑπερηφάνεια. Κάπου ἐκεῖ ἴσως νά μήν ὑπάρχει καί διόρθωσις καί σωτηρία.
Ἔτσι μποροῦμε νά λέμε, χωρίς βέβαια νά εἴμεθα βέβαιοι γι’ αὐτό, ἀλλά κατά τή ροή τῶν πραγμάτων, τέτοιοι ἄνθρωποι μέ κατεφθαρμένο νοῦ, κατεφθαρμένη συνείδηση, δέν μποροῦν νά μετανοήσουν καί ὁδηγοῦνται στόν πνευματικό θάνατο. Ἤδη ἔχουν ἀρχίσει νά κινοῦνται στόν πνευματικό θάνατο, ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε γιά κάποιους ἀνθρώπους ἔστω χονδρικά, ἐκτός θαύματος δηλ, ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν δείχνει νά μπορεῖ νά μετανοήσει. Ἔχετε δεῖ ἀνθρώπους τέτοιους; Μπορεῖ νά δεῖτε ἕναν ληστή καί νά μετανοήσει. Δεῖγμα: ὁ ἕνας ἀπό τούς ληστές ἐπί τοῦ σταυροῦ. Ἀλλά ἕνας ληστής μπορεῖ νά εἶναι ληστής καί μάλιστα κατ’ ἐξακολούθηση καί κάπου νά διατηρεῖ κάτι, μία σπίθα, μέσα στή συνείδησή του, ἀγαθή. Ναί, δέν εἶναι καθόλου σπάνιο αὐτό. Ἀλλά ἔχουμε ἄλλους χαλασμένους ἀνθρώπους πού μπορεῖ νά μήν ἔκαναν φονικά καί τέτοια, τόνε βλέπετε δέν θέλει νά μετανοήσει. Δέν θέλει, δέν μπορεῖ! Θἄλεγα δέν μπορεῖ. Γιατί; Γιατί ἡ προσωπικότητά του ἔχει πλέον καλυφθεῖ ἀπό μία σκλήρυνση.
ΠΗΓΗ : ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ, ΟΜΙΛΙΑ 16η