Μετά την επανάσταση του 1821, πολλοί αγωνιστές θέλησαν να καταγράψουν τα κατορθώματά τους. Άλλοι για λόγους υστεροφημίας και άλλοι επειδή θεώρησαν υποχρέωσή τους την διατήρηση της μνήμης αυτών των γεγονότων, θέτοντας τα στην υπηρεσία των επερχόμενων ιστορικών και μελετητών της περιόδου αυτής.
Πολλοί, έγραψαν τα απομνημονεύματά τους με συνέπεια και ταπεινότητα. Άλλοι μεγαλοποίησαν – είτε από εγωισμό είτε από ματαιοδοξία – την προσφορά τους, και κάποιοι άλλοι – μετά από ανάθεση των πρωταγωνιστών ή λόγω συμπάθειας προς αυτούς – συνέταξαν διθυράμβους που καμία σχέση δεν είχαν με την πραγματικότητα. Τέτοιων δημοσιευμάτων βρίθει η Οθωνική περίοδος. Οι εφημερίδες αποδύονται σε αγώνα δρόμου προκειμένου να στηρίξουν εκείνους τους πολιτικούς ή στρατιωτικούς που είναι «φίλα προσκείμενοι» προς τις δικές τους πολιτικές επιλογές και παρατάξεις.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, ενοχλημένος από τις υπερβολές και τις υπερφίαλες αυτές καταγραφές, θέλησε να απαντήσει και να αποδείξει « αυτεινών τις ψευτιές και χαμέρπιές τους κατά δύναμιν» αλλά και να καταθέσει πώς ο ίδιος έζησε και είδε τον Αγώνα της Πατρίδας, αποφάσισε να εικονογραφήσει τις σπουδαιότερες φάσεις του ’21.
Τα Απομνημονεύματα και η Ζωγραφική, είναι οι δύο πυλώνες που στήριξαν την σκέψη του Στρατηγού και οφείλονται στο ίδιο κίνητρο. Ο Μακρυγιάννης εννοούσε την ιστορία σαν χρέος απέναντι στις επερχόμενες γενιές.
«Η ιστορία, θέλει πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου τα καλά και τα κακά και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι όπου θα τη διαβάσουν, να μη πέφτουν σε λάθη˙ και τότε σχηματίζονται τα έθνη».
Την ιδέα αυτή αρχικά, την σκέφτηκε την άνοιξη του 1836, όταν – επί κεφαλής της τετραρχίας του – μετέβη μαζί με τον Ριχάρδο Τσώρτς στην Δυτική Ρούμελη, προκειμένου να καταστείλει μια ανταρσία κατά του Όθωνα. Βλέποντας πάλι τα ήρεμα και σιωπηλά πεδία των μαχών όπου είχε και ο ίδιος πολεμήσει, ξύπνησαν μέσα του οι αναμνήσεις και συγκινήθηκε. Έλαβε την απόφαση.
Ο Μακρυγιάννης, έμαθε γράμματα στα γεράματά του για να γράψει τα Απομνημονεύματα. Εξ’ άλλου οι περισσότεροι Έλληνες, έβγαιναν από το έρεβος της σκλαβιάς αναλφάβητοι. Ο Μπάρμπα Γιάννης έμαθε να γράφει αλλά
όχι και να ζωγραφίζει. Προσπάθησε λοιπόν να συνεργαστεί με ένα Ευρωπαίο ζωγράφο. Εκείνος θα ιστορούσε με την δική του λαϊκή, απροσποίητη και λαγαρή γλώσσα του όσα την μνήμη και την καρδιά του είχαν σημαδέψει κι ο « Φράγκος» θα έπρεπε να τα ζωντανέψει στο ξύλο. Το εγχείρημα όμως σταμάτησε μετά τον τρίτο πίνακα, λόγω δυσκολιών στην συνεννόηση αλλά και στην δυσκολία του ζωγράφου να αντιληφθεί όσα ο Μπάρμπα Γιάννης ήθελε να εκφράσει στους πίνακες. Η άγνοια της γλώσσας – εκείνης της γλώσσας που ξέρει να παραβιάζει τον χρόνο και τον τόπο, προτάσσοντας τα πράγματα σύμφωνα με τους μυστικούς ηθικούς κώδικες που μόνο οι Έλληνες γνωρίζουν – αποδείχτηκε μοιραία. «…έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές…» μας λέει παρακάτω ο Στρατηγός. « κι έρχοντας εδώ εις Αθήνα, πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές˙τον πλέρωσα κι έφυγε. Αφού έδιωξα αυτό τον ζωγράφο, έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα…..Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη˙αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
Ο επόμενος συνεργάτης του – όπως είδαμε- ήταν ο Παναγιώτης Ζωγράφος, από την Βαρδώνια της Λακωνίας, μαζί με τους δυο γιούς του.
« Λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης, αγωνιστής και ο ίδιος, ο Παναγιώτης Ζωγράφος ήταν ιδανικά προικισμένος για να αισθητοποιήσει τα οράματα του Στρατηγού. Οι αρχέτυπες εικόνες που είχαν στο πνεύμα τους κατάγονταν απ’ τον ίδιο πολιτισμό˙ έναν πολιτισμό λαϊκό αλλά αυτάρκη, ζωογονημένο από ένα πλούσιο παρελθόν που είχε περάσει μέσα στους φορείς του, όχι σαν ξηρή ιστορική μνήμη, αλλά σαν ύφος ζωής, σαν παραδομένη τεχνική και καλαισθησία».
Αυτά γράφει σχετικά με τον Παναγιώτη Ζωγράφο η εξαίρετη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Κα Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, στο άρθρο της “ Εικονογραφία του Αγώνα” που δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 8ης Ιουνίου του 1997.
Τρία χρόνια κράτησε η συνεργασία αυτή 1836- 1839. Επισκέφτηκαν τα διάφορα πεδία των μαχών που είχε λάβει μέρος ο Μακρυγιάννης και ενώ ο Στρατηγός του εξιστορούσε « έτσι είναι εκείνη η θέσις, έτσι εκείνη, αυτός ο πόλεμος έτσι έγινε, αρχηγός των Ελλήνων ήτο εκείνος, αρχηγός των Τούρκων εκείνος», ο Ζωγράφος φιλοτεχνούσε τον πίνακα.
Το αποτέλεσμα αυτής της αρμονικής και αγαστής συνεργασίας ( έμπνευση και αναμνήσεις Μακρυγιάννη, εκτέλεση Π. Ζωγράφου) υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμο. Είκοσι πέντε κάδρα σε ξύλο, διαστάσεων 0, 565 x 0,40 ζωγραφισμένα με την βυζαντινή τεχνική. Ο ένας απ’ αυτούς, που παρουσίαζε τον Άρμανσμπεργκ να ξεριζώνει την καρδιά της Ελλάδας, καταστράφηκε από τους φίλους του για λόγους προστασίας του στρατηγού και αντικαταστάθηκε από μια προσωπογραφία του ίδιου.
Από τους 24 πρωτότυπους πίνακες, κατασκευάστηκαν 4 πλήρεις σειρές αντιγράφων σε χαρτί στράτζο, διαστάσεων 0,64 x0,50 με την τεχνική της υδατογραφίας.
Τους πίνακες αυτούς ο Μακρυγιάννης τους έδειξε για πρώτη φορά στους φίλους του, τους οποίους είχε καλέσει σε επίσημο γεύμα στο σπίτι του. Ο ίδιος γράφει:
… Τους πρέσβες των ευεργέτων μας Δυνάμεων και τους Φιλέλληνας, τους αγωνιστάς και τους αυλικούς και τους υπουργούς και δικούς μας σημαντικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, ως διακόσιους πενήντα ανθρώπους. Τελειώνοντας το τραπέζι, τότε έβγαλα τις εικονογραφίες και τις θεώρησαν…
Από τις 4 σειρές ο Μακρυγιάννης χάρισε τις τρεις στους Πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας ενώ μία σειρά πρόσφερε στον βασιλιά Όθωνα. Οι καλές κριτικές που δέχτηκε και ο ενθουσιασμός των συναγωνιστών του και των άλλων ομοτράπεζων, ενίσχυσαν την σκέψη του Στρατηγού για την έκδοση ενός λευκώματος προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα της απόκτησής του από πολλούς.
Για τον σκοπό αυτό συμφώνησε με τον δάσκαλο Αλέξανδρο Ησαΐα και συνυπέγραψε την 583 συμβολαιογραφική πράξη, έτους 1839 του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Πίταρη. Σ’ αυτήν βεβαιώνεται η παράδοση στον Ησαΐα της σειράς των αντιγράφων, που είχε δωρίσει ο Μακρυγιάννης στον Όθωνα και την οποία δανείστηκε ο Στρατηγός για να υλοποιηθεί η έκδοση. Ο Ησαΐας υποσχέθηκε να πάει στο Παρίσι για να λιθογραφήσει τους πίνακες και αφού προβεί σε κάποιες μικροδιορθώσεις των θέσεων και των προσώπων, χωρίς να απομακρυνθεί από την ιδέα ή να παραλλάξει κάτι από τις εκθέσεις των περιστατικών και των περιγραφών, να τυπώσει κάποια αντίτυπα.
Παρά την συμφωνία τους, ο Ησαΐας στην Βενετία φιλοτέχνησε νέους πίνακες, δυτικού τύπου, τελείως διαφορετικούς από εκείνος των Μακρυγιάννη- Ζωγράφου και τους τύπωσε. Όταν το 1840 οι λιθογραφίες αυτές κυκλοφόρησαν στην Αθήνα, ο Μακρυγιάννης τις αποδοκίμασε και κατήγγειλε δημόσια ότι ο Ησαΐας νόθευσε τους πίνακές του, ότι τους πλαστογράφησε και ότι δολίως παρέβη την συμφωνία περί των πνευματικών δικαιωμάτων του.
Η αλήθεια είναι ότι η κατηγορία του Στρατηγού δεν ήταν σταθερή και δίκαια. Ο Ησαΐας εξέδωσε άλλους, τελείως διαφορετικούς πίνακες, που καθόλου δεν υστερούσαν σε καλλιτεχνικό και ιστορικό ενδιαφέρον.
Μετά τον θάνατο του Ησαΐα στην Τεργέστη, ολόκληρη η σειρά του Όθωνα χάθηκε. Το 1909 όμως ο Ιωάννης Γεννάδιος την εντόπισε στην Ρώμη και την αγόρασε. Σήμερα βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η σειρά που χάρισε στον Άγγλο πρεσβευτή Έντμοντ Λάιονς παραδόθηκαν στον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδο Πάλμερστον, ο οποίος τα πρόσφερε στην βασίλισσα Βικτωρία.
Από την πρωτότυπη σειρά που ο Μακρυγιάννης κράτησε για τον εαυτό του, σώζονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, άλλοτε Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας, 8 κομμάτια διαστάσεων 0,565 x0,40 μ. Ακόμη τρία αντίγραφα σε χαρτόνι. Τα έργα αυτά χάρισε στην Εταιρία ο Στρατηγός Κίτσος Ιωάννου Μακρυγιάννης το 1927. Οι σειρές που χαρίστηκαν στον Γάλλο Πρεσβευτή και τον Ρώσο δεν έχουν βρεθεί και αγνοούμε την τύχη τους.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, υπήρξε άριστος στρατιωτικός, πολιτικός, συγγραφέας. Σε όλα αυτοδίδακτος. Σε όλα άριστος. Ακόμη και στους πίνακες που μπορεί να μη ζωγράφισε με το χέρι του αλλά σημάδεψε με το μεγαλείο της ψυχής του.
« Ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά». ( Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη).
Πηγές
- Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη, «Εικόνες του Αγώνος», Έκδοσις Εθνικού Ιστορικού Μουσείου της Ελλάδος, Αθήναι, 1966.
- Επτά ημέρες, Καθημερινή, «Ιωάννης Μακρυγιάννης 200 χρόνια από τη γέννησή του», Κυριακή 8 Ιουνίου 1997.
- Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Aπομνημονεύματα», Ελληνικά Γράμματα / Τα Νέα, 2006.ΠΗΓΗ : ΕΔΩ