«Σᾶς εἶπα ὅτι φοβοῦμαι, πολύ φοβοῦμαι, πάρα πολύ, μήπως καί στόν τόπο μας ἔρθει κάποια καταστροφή, νά μέ θυμᾶστε, ἐκτός ἄν μετανοήσομε. Ἀλλά πολύ τό φοβᾶμαι, ὅλος αὐτός ὁ πλεονασμός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, πού τά πετᾶμε καί στά σκουπίδια τά ὑλικά μας ἀγαθά, πολύ μέ φοβίζει(ὁμιλία1982). Χωρίς νά σᾶς πῶ ὅτι μᾶς ἐμποδίζει καί ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πού εἶπε: «ἵνα μή τί ἀπόληται», τίποτα νά μή χάνεται, ἀλλά νά ὑπάρχει πνεῦμα οἰκονομίας. Ἀλλά ποιός κάνει οἰκονομία; Κανένας δέν κάνει οἰκονομία, μόνο οἱ σώφρονες ἄνθρωποι. Φοβοῦμαι ὅμως, πώς οἱ σώφρονες ἄνθρωποι εἶναι λίγοι!».
(Χριστιανική Ἀνθρωπολογία, ὁμιλία 51η, 1982)