«Οἱ πρόγονοι καί τῆς μητέρας μου καί τοῦ πατέρα μου κατάγονται ἀπό τή Μυτιλήνη, γι’ αὐτό καί Μυτιληναῖος λέγομαι. Ἀλλά καί ἡ μητέρα μου κατάγεται ἀπό τή Σάμο καί συνεπῶς καί ἡ Μυτιλήνη καί ἡ Σάμος εἶναι πατρίδες μου».
(Δευτερονόμιο, ὁμιλία 32η)
«Θυμᾶμαι ἐγώ, γέννημα-θρέμμα, κάτοικος Κηφισιᾶς. Ἡ Κηφισιά, ἕνα προάστιο τῶν Ἀθηνῶν, μόλις 13 χιλιόμετρα βόρεια τῶν Ἀθηνῶν».
(Σειράχ, ὁμιλία 269η)
«Στό νησί τοῦ πατέρα μου, πολύ μικρός ἤμουνα, εἶχα τελειώσει τήν Α’ Δημοτικοῦ, καί εἴχαμε πάει σέ μία παραλία, πολύ μεγάλη παραλία, ὡραία ἀμμουδιά, λέγεται Πλατύγιαλος. Ἐκεῖ εἶναι καί μία ἐκκλησία, πού εἶναι λίγο μέσα στή θάλασσα. Μέ ἕνα διάδρομο ξέρας, προχωρᾶ κανείς μέσα στή θάλασσα, μετά τήν πλαγιά ἦταν κάτι μεγάλες ἀγκαθιές σέ ἕνα τμῆμα καί θυμᾶμαι, ὑπῆρχαν κάτι κρινάκια. Ἐγώ, παιδάκι ἤμουν, ἔσκυβα μέσα ἐκεῖ στά κρινάκια, μέσα στίς ἀγκαθιές. Αὐτοί εἶναι οἱ πιστοί. Μέσα στίς ἀγκαθιές αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι τά κρινάκια τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ πιστοί Χριστιανοί. Αὐτοί εἶναι τά ἀληθινά λουλούδια, τά ζωντανά, τά ὡραῖα. Ἔτσι στολίζεται ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνο μέ ὡραῖα ἀντικείμενα, ἀλλά καί μέ ὡραῖες ψυχές, καί ἔτσι πρέπει νά εἴμαστε».
(Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 165η)