ΣΥΝΑΞΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΤΑΣ ΣΚΙΑΘΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ (ε' 1-10)
Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 2
δι’ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ
ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ’ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, 5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. 6 ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. 9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ·
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Ι. ΚΟΛΙΤΣΑΡΑ
Αφού, λοιπόν, ελάβομεν την δικαίωσιν δια της πίστεως, έχομεν ειρήνην με τον Θεόν δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 2
Αυτός δια της πίστεώς μας έχει φέρει εις την περιοχήν της χάριτος, εις
την οποίαν έχομεν πλέον σταθή και εδραιωθή και καυχώμεθα με την βεβαίαν
ελπίδα, ότι θα απολαύσωμεν την δόξαν του Θεού. 3
Δεν καυχώμεθα δε μόνον δια την χάριν, που ελάβομεν και την δόξαν που θα
απολαύσωμεν, αλλά και δια τας θλίψεις, επειδή γνωρίζομεν καλά, ότι η
θλίψις εργάζεται σιγά-σιγά και φέρει ως πολύτιμον αγαθόν την υπομονήν, 4 η δε υπομονήν έχει ως καρπόν της την δοκιμασμένην αρετήν, η δε δοκιμασμένη αρετή φέρει την σταθεράν ελπίδα προς τον Θεόν. 5
Αυτή δε η ελπίς, διότι δεν διαψεύδεται ποτέ, δεν εντροπιάζει και δεν
απογοητεύει αυτόν που την έχει. Δεν μας εντροπιάζει δε, διότι η αγάπη
του Θεού έχει πλουσία χυθή και πλημμυρίσει τας καρδίας μας με το Αγιον
Πνεύμα, το οποίον μας εδόθη ως προκαταβολή και ως απαρχή των υψίστων
δωρεών, τας οποίας έχομεν βεβαίαν την ελπίδα, ότι θα λάβωμεν από τον
Θεόν. 6 Η άπειρος δε αυτή αγάπη και
συγκατάβασις του Θεού προς ημάς εφάνη και εκ του υψίστου γεγονότος, ότι
καθ' ον χρόνον ημείς ήμεθα ασθενείς πνευματικώς, αμαρτωλοί και ένοχοι, ο
Χριστός στον κατάλληλον καιρόν, που είχεν ορίσει με την πρόγνωσίν του ο
Θεός, απέθανεν επί του σταυρού, δια να σώση με την λυτρωτικήν του
θυσίαν τους ασεβείς. 7 Μεγίστη όντως η αγάπη
του Θεού. Διότι μόλις και μετά δυσκολίας θα υπάρξη άνθρωπος να θυσιασθή
δια κάποιον δίκαιον. Δια τον αγαθόν ίσως και να τολμήση κανείς να
αποθάνη. 8 Ο Θεός όμως δεικνύει και
επιβεβαιώνει κατά ένα τρόπον αναντίρρητον την αγάπην του προς ημάς εκ
του γεγονότος ότι, ενώ ημείς ήμεθα αμαρτωλοί, ο Χριστός εθυσιάσθη προς
χάριν ημών. 9 Πολύ περισσότερον, λοιπόν,
τώρα που ελάβομεν την δικαίωσιν με το αίμα της θυσίας του, θα σωθώμεν
ασφαλώς δι' αυτού από την μέλλουσαν οργήν. 10
Διότι εάν, ενώ ήμεθα εχθροί, εσυμφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του
σταυρικού θανάτου του Υιού του, πολύ περισσότερον τώρα, που έχομεν
συμφιλιωθή, θα σωθώμεν δια μέσου του ζώντος αιωνίως πλησίον του Θεού
Κυρίου, αρχιερέως και μεσίτου ημών Ιησού Χριστού.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (στ' 22-23)
Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· 23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; 24
Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν
ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει· οὐ
δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. 25 Διὰ
τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ
τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς καὶ τὸ
σῶμα τοῦ ἐνδύματος; 26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν
εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον
διαφέρετε αὐτῶν; 27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; 28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· 29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. 30
Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον
βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; 32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. 33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Ι. ΚΟΛΙΤΣΑΡΑ
Ο λύχνος, που φωτίζει και εξυπηρετεί το σώμα, είναι το μάτι (λύχνος δε
που φωτίζει την ψυχήν είναι ο νους, το λογικόν που σας έχει δώσει ο
Θεός). Εάν λοιπόν το μάτι είναι γερό και καθαρό, όλον το σώμα θα
φωτίζεται, θα είναι φωτεινόν (έτσι θα φωτίζεται και η ψυχή σου, εάν ο
νους και η καρδία σου δεν έχουν τυφλωθή από την προσκόλλησιν στους
επιγείους θησαυρούς). 23 Εάν όμως το μάτι
σου είναι κατεστραμμένον και ανίκανον να ίδη το φως, όλο το σώμα σου θα
είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν λοιπόν το φως, που σου έδωκεν ο Θεός (ο
νους δηλαδή και η συνείδησις, εξ αιτίας της προσκολλήσεως εις τα υλικά
αγαθά), είναι σκοτάδι, τότε το ηθικόν σκοτάδι της ψυχής σου πόσον πυκνόν
και αδιαπέραστον θα είναι; 24 Κανείς δεν
ημπορεί να υπηρετή συγχρόνως δύο κυρίους· διότι η θα μισήση τον ένα και
θα αγαπήση τον άλλον η θα προσκολληθή στον ένα και θα καταφρονήση τον
άλλο. Και σεις δεν είναι δυνατόν να υπηρετήτε τον Θεόν και τον πλούτον· η
θα αγαπήσετε τον Θεόν και θα περιφρονήσετε τους επιγείους θησαυρούς η
θα υποδουλωθήτε εις αυτούς και θα καταφρονήσετε τον Θεόν. 25
Δια τούτο ακριβώς και σας λέγω, μη φροντίζετε με στενοχωρίαν και
αγωνίαν δια την ζωήν σας, δηλαδή δια το τι θα φάγετε και το τι θα πίετε,
ούτε και δια το σώμα σας με τι θα ενδυθήτε. Δεν αξίζει η ζωή
περισσότερον από την τροφήν και το σώμα από το ένδυμα; (Ο Θεός, που σας
έδωσε το πολυτιμότερον, δεν θα σας δώση και το κατώτερον;) 26
Παρατηρήστε τα πτηνά του ουρανού και ίδετε ότι αυτά ούτε σπέρνουν ούτε
θερίζουν ούτε συγκεντρώνουν τροφάς εις αποθήκας. Και όμως ο Πατήρ σας ο
ουράνιος τα τρέφει. Σεις δεν έχετε ασυγκρίτως μεγαλυτέραν αξίαν από
αυτά; 27 Ποιός δε από σας, όσας πολλάς και μεγάλας φροντίδας και αν καταβάλη, ημπορεί να προσθέση στο ανάστημά του ένα πήχυν; 28
Και περί του ενδύματος διατί φροντίζετε με τόσην ανησυχίαν και αγωνίαν;
Παρατηρήστε με προσοχήν τα άνθη του αγρού, πως φυτρώνουν και πως
αυξάνουν. Ούτε κοπιάζουν ούτε γνέθουν. 29
Και όμως σας λέγω τούτο, ούτε και αυτός ο Σολομών με όλην του την
βασιλικήν μεγαλοπρέπειαν και δόξαν δεν εφόρεσε ποτέ ένα τόσον
περίλαμπρον ένδυμα ωσαν αυτό, με το οποίον περιβάλλεται ένα από τα
ταπεινά αυτά άνθη. 30 Εάν δε ο Θεός ενδύη με
τόσην λαμπρότητα τα χορτάρια του αγρού, που σήμερα υπάρχουν και αύριον
ρίπτονται στον φούρνον, δεν θα ενδύση πολύ περισσότερον σας,
ολιγόπιστοι; 31 Λοιπόν μη κυριευθήτε ποτέ από την ανήσυχον μέριμναν και μη λέγετε συνεχώς, τι θα φάγωμεν η τι θα πίωμεν η τι θα ενδυθώμεν; 32
Διότι οι ειδωλολάτραι (που δεν γνωρίζουν τα αιώνια αγαθά και την
στοργικήν πρόνοιαν του Θεού), επιζητούν αποκλεστικά και μόνον αυτά τα
φθαρτά αγαθά. Σεις όμως μην κυριεύεσθε από τέτοιες μέριμνες, διότι ο
Πατήρ σας ο ουράνιος γνωρίζει ότι έχετε ανάγκην από όλα αυτά, και σαν
πανάγαθος, που είναι, θα σας τα δώση. 33
Ζητείτε δε κατά πρώτον και κύριον λόγον την βασιλείαν του Θεού και την
αρετήν που θέλει από σας ο Θεός, και όλα αυτά τα επίγεια αγαθά θα σας
δοθούν μαζή με τα ανεκτίμητα αγαθά της βασιλείας των ουρανών.
ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ
Ἡ Ἱστορία τῆς Δικαιώσεως τοῦ ἀνθρώπου. 20-6 1999
ΠΗΓΗ : arnion.gr