Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ (ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ) ΚΑΙ Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΕΛΙΣΑΒΕΤ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' (θ΄2-12)
Αδελφοί, εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. 3 ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. 4 Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; 5 μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; 6 ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; 7
τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ
καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς
ποίμνης οὐκ ἐσθίει; 8 Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; 9 ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; 10
ἢ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ’ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ
ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ’ ἐλπίδι. 11 Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; 12
εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ’ οὐκ
ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα
δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Αδελφοί, Ἐὰν δι’ ἄλλους δὲν εἶμαι Ἀπόστολος, τουλάχιστον ὅμως διὰ σᾶς εἶμαι
Ἀπόστολος. Διότι ἡ σφραγῖδα, μὲ τὴν ὁποίαν πιστοποιεῖται ἐπίσημα τὸ
ἀποστολικόν μου ἀξίωμα, εἶσθε διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου σεῖς, τοὺς
ὁποίους ἑγὼ ὠδήγησα εἰς Χριστόν. 3 Ἡ ἀπάντησίς μου πρὸς ἐκείνους, ποὺ μὲ ἐξετάζουν, ἐὰν εἶμαι Ἀπόστολος, εἶναι αὐτὴ ποὺ δίδεται ἀπὸ τὴν θείαν αὐτὴν σφραγῖδα. 4
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι καὶ ἐγὼ Ἀπόστολος σὰν τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ἐρωτᾷ:
Δὲν ἔχομεν ἑγὼ καὶ οἱ συνεργάται μου δικαίωμα νὰ φάγωμεν καὶ νὰ πίωμεν
αὐτά, ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθηταί μας; 5
Μήπως δὲν ἔχομεν καὶ ἡμεῖς δικαίωμα νὰ περιφέρωμεν εἰς τὰς περιοδείας
μας γυναῖκα, Χριστιανὴν ἀδελφήν, διὰ νὰ μᾶς ὑπηρετῇ, καθὼς περιφέρουν
τέτοιαν καὶ οἰ λοιποὶ Ἀπόστολοι καὶ οἱ λεγόμενοι ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ ὁ
Κηφᾶς; 6 Ἢ μήπως μόνος ἐγὼ καὶ ὁ Βαρνάβας
δὲν ἔχομεν δικαίωμα νὰ μὴ ἐργαζώμεθα ἐπάγγελμα βιοποριστικόν, διὰ νὰ
κερδίζωμεν ἀπὸ αὐτὸ τὰ ἔξοδά μας; 7 Εἴμεθα
στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγωνιζόμεθα διὰ τὴν ἐξάπλωσιν τῆς βασιλείας
του. Ποῖος ποτὲ λαμβάνει μέρος εἰς ἐκστρατείαν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ μὲ ἰδικά
του ἔξοδα; Εἴμεθα ἀμπελουργοί, ποὺ καλλιεργοῦμεν τὸ πνευματικὸν ἀμπέλι
τοῦ Χριστοῦ. Ποῖος φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸν καρπόν του;
Εἴμεθα πνευματικοὶ ποιμένες καὶ σεῖς εἶσθε τὰ πρόβατά μας. Ποῖος βόσκει
ποίμνιον καὶ φροντίζει δι’ αὐτό, καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ
ποιμνίου; 8 Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ ποὺ λέγω εἶναι
σύμφωνα μόνον μὲ συνηθείας καὶ παραδείγματα ἀνθρώπινα; Ἢ μήπως δὲν λέγει
αὐτὰ καὶ ὃ θεόπνευστος νόμος; 9 Βεβαίως καὶ
ὁ νόμος λέγει ταῦτα. Διότι ἔχει γραφῆ εἰς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον: Δὲν θὰ
κλείσῃς καὶ δὲν θὰ βουλώσῃς τὸ στόμα τοῦ βωδιοῦ, ποὺ ἁλωνίζει. Θὰ ἀφήσης
τὸ στόμα του ἐλεύθερον νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰ στάχυα, ποὺ κοπιάζει διὰ νὰ
τριφθοῦν εἰς τὸ ἀλῶνι. Ἀλλ’ ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Θεὸς ὡς νομοθέτης
ἐνδιαφέρεται διὰ τὰ βώδια; 10 Ἢ μήπως
ὡρισμένως δι’ ἠμᾶς τοὺς λογικοὺς ἀνθρώπους λέγει καὶ νομοθετεῖ αὐτά;
Ναί· δι’ ἡμᾶς λέγει ταῦτα. Διότι δι’ ἡμᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτας καὶ
καλλιεργητὰς ἐγράφη, ὅτι ὁ καλλιεργητὴς μὲ ἐλπίδα τοῦ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν
ἐσοδείαν ὀφείλει νὰ καλλιεργῇ τὴν γῆν, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ γεμᾶτος ἐλπίδα
ἁλωνίζει, ὀφείλει νὰ μετέχῃ καὶ νὰ ἀπολαμβάνῃ τὸν καρπόν, ποὺ ἤλπιζεν
ἀπὸ τὸν ἀγρόν του. 11 Καὶ ἡμεῖς σπορεῖς
πνευματικοὶ καὶ καλλιεργηταὶ ὑπήρξαμεν μεταξύ σας. Ἐὰν λοιπὸν ἡμεῖς
ἐσπείραμεν εἰς τὰς καρδίας σας τὸν πνευματικὸν σπόρον τῆς ἀληθείας καὶ
σᾶς μετεδώκαμεν πνευματικὰ χαρίσματα, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, ἐὰν ἡμεῖς
θερίσωμεν ὡς καρπὸν τῆς πνευματικῆς μας αὐτῆς σπορᾶς τὰ σωματικὰ ἀγαθά
σας; 12 Καὶ ἐὰν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ
δικαιώματα, ποὺ τοὺς δίδει ὁ νόμος εἰς σᾶς τοὺς μαθητευομένους, δὲν
δικαιούμεθα νὰ χρησιμοποιήσωμεν τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν πολὺ περισσότερον
ἡμεῖς; Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἐκάμαμεν χρῆσιν τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀλλ’
ὑποφέρομεν κάθε εἶδος στερήσεις, διὰ νὰ μὴ παρεμβάλωμεν οὐδὲ τὸ
παραμικρὸν ἐμπόδιον εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ια' 23-35)
Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολήν ταύτην, ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25
μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι
καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28
ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν
αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι
ὀφείλεις. 29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι· 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολήν ταύτην· Διότι δὲ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν τὸ καθῆκον τοῦ νὰ συγχωρῶμεν τοὺς
πταίστας μας εἶναι ἀπεριόριστον, δι’ αὐτὸ ὠμοίασεν ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν πρὸς ἐπίγειον βασιλέα, ποὺ ἠθέλησε νὰ λογαριασθῇ μὲ τοὺς δούλους
καὶ αὐλικούς του, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχεν ἀναθέσει τὴν διαχείρισιν τῶν
φόρων καὶ εἰσπράξεών του. 24 Ὅταν δὲ αὐτὸς
ἄρχισε νὰ λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕνα χρεώστην, ποὺ ὤφειλε δέκα
χιλιάδες τάλαντα, δηλαδὴ περίπου ἑξήκοντα ἑκατομμύρια χρυσᾶς δραχμάς. 25
Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς δὲν εἶχε νὰ πληρώσῃ, διέταξεν ὁ κύριος νὰ πωληθῇ αὐτὸς
καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ πληρωθῇ τὸ
χρέος. 26 Ἔπεσε λοιπὸν κατὰ γῆς ὁ δοῦλος καὶ τὸν ἐπροσκύνει λέγων· Κύριε, κάμε ὑπομονὴν δι’ ἐμέ, καὶ ὅλα ὅσα χρεωστῶ, θὰ σοῦ τὰ πληρώσω. 27 Ἐλυπήθη δὲ καὶ ᾐσθάνθη συμπάθειαν ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου καὶ τὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον, τοῦ ἐχάρισε δὲ καὶ τὸ δάνειον. 28
Ὅταν ὅμως ἐβγῆκεν ἔξω ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ηὗρεν ἕνα ἀπὸ τοὺς συνδούλους
του, ποὺ τοῦ ἐχρεώστει ἑκατὸν δηνάρια, δηλαδὴ περίπου ἐνενήντα χρυσὸς
δραχμάς.Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐσταμάτησε, τὸν ἐστενοχώρει σκληρὰ λέγων· Ἐξόφλησέ
μου ὅ,τι μοῦ χρεωστεῖς. 29 Ἔπεσε λοιπὸν εἰς
τὰ πόδια του ὁ σύνδουλός του καὶ τὸν παρεκάλει λέγων· Περίμενέ με καὶ
δεῖξε ὑπομονὴν μαζί μου καὶ θὰ σὲ πληρώσω. 30 Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελεν, ἀλλ’ ἐπῆγεν εἰς τὸ δικαστήριον καὶ τὸν ἔρριψεν εἰς φυλακήν, Ἕως ὅτου πληρώσῃ ὅ,τι ἐχρεωστοῦσεν. 31
Ὅταν δὲ εἶδαν οἱ ἄλλοι σύνδουλοί του αὐτὰ ποὺ ἔγιναν, ἐλυπήθησαν πολὺ
καὶ ἀφοῦ ἦλθαν διηγήθησαν εἰς τὸν κύριον τους ὅλα ὅσα συνέβησαν. 32
Τότε τὸν προσεκάλεσεν ὁ κύριός του καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Δοῦλε πονηρέ,
ὅλον τὸ χρέος ἐκεῖνο, τὸ τόσον μεγάλο, σοῦ τὸ ἐχάρισα, ἐπειδὴ μὲ
παρεκάλεσες. 33 Δὲν ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ λυπηθῇς
καὶ νὰ κάμῃς ἔλεος εἰς τὸν σύνδουλόν σου, ὅπως καὶ ἑγώ, ποὺ δὲν εἶμαι
σύνδουλός σου ἀλλὰ κύριός σου, σὲ ἐλυπήθηκα καὶ ἔδειξα ἔλεος εἰς σέ; 34
Καὶ ἐθύμωσεν ὁ κύριός του καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς αὐτούς, ποὺ βασανίζουν
τοὺς φυλακισμένους, διὰ νὰ τὸν τιμωροῦν, μέχρις ὅτου ἐξοφλήσῃ πᾶν ὅ,τι
ἐχρεωστοῦσεν. 35 Ἔτσι καὶ ὁ ἐπουράνιος πατήρ
μου, πρὸς τὸν ὁποῖον λόγῳ τῶν ἀναριθμήτων σας ἁμαρτιῶν εἶσθε χρεῶσται
ἀναριθμήτου χρέους, θὰ κάμῃ εἰς σᾶς, ἐὰν δὲν συγχωρήσετε καθένας σας τὸν
ἀδελφόν του ὄχι μὲ τὸ στόμα σας μόνον, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν καρδιά σας.
ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ
Ἡ Μακροθυμία Τοῦ Θεοῦ καί ἡ Μακροθυμία τῶν Ἀνθρώπων (β΄ ἔκδοσις) 19-8-2001
ΠΗΓΗ : arnion.gr