«Παλιά ὑπῆρχε δυσκολία τοκετοῦ καί πέθαιναν καί ἡ μητέρα καί τά παιδιά. Καί ἐγώ εἶχα ἕνα ἀδελφάκι ἀκόμα, τό βαφτίσαμε ὅμως, προλάβαμε καί τό βαφτίσαμε, ἤμουν 5 χρόνων ἐγώ, τό θυμᾶμαι πολύ καλά καί τό καημένο 8 μέρες μόνο ἔζησε καί πέθανε. Ξέρουμε σήμερα τήν αἰτία. Τότε δέν τήν ξέραμε τήν αἰτία, γιατί πέθανε. Τοῦ ἀδελφοῦ μου δηλαδή τήν αἰτία, γιατί πέθανε. Ὑπάρχουν πάρα πολλοί κίνδυνοι! Τότε ἦταν ἀξεπέραστοι, πολλοί ἀπό αὐτούς σήμερα ξεπερνιοῦνται».
(Πνευματική Διαθήκη Τωβίτ, ὁμιλία 3η)
«Ὑπάρχει μία ὡραία συνήθεια, -ἐγώ τουλάχιστον στό σπίτι μας τήν ἔβλεπα, πιστεύω εἶναι πανελλήνια αὐτή ἡ συνήθεια. Ὅταν κόβαμε τήν πίτα τήν ἁγιοβασιλιάτικη, λέμε: «Τό πρῶτο κομμάτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τό δεύτερο κομμάτι», λέμε, «εἶναι τοῦ σπιτιοῦ, τό τρίτο κομμάτι εἶναι τοῦ φτωχοῦ».
(Τωβίτ, ὁμιλία 2η)
«Θυμᾶμαι τόν πατέρα μου, -καί ἄλλοτε σᾶς τό ἔχω πεῖ, εἶναι πολύ διαδεδομένο, μόνο πού τώρα σιγά-σιγά χάνονται πιά. Ὅταν ἔπαιρνε τό καρβέλι τό ψωμί, καρβέλι στρογγυλό, τό γύριζε ὕπτια, ἀνάσκελα, στήν ἀγκαλιά του, ἔπαιρνε τό μαχαίρι καί μέ τή μύτη τοῦ μαχαιριοῦ ἔκανε τρεῖς χαρακιές, τρεῖς σταυρούς στό πίσω μέρος, δηλαδή τό σταύρωνε. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στό ψωμί. Νά τό κάνετε μέχρι σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἐσεῖς σάν πατεράδες στό σπίτι σας, νά τό κάνετε, νά σταυρώνετε τό ψωμί, θά παρακαλέσω πολύ».
(Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 28η)
«Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τήν κτίση, τό φυσικό περιβάλλον, μοιάζει τοῦ Δημιουργοῦ του καί εἶναι παιδί Του. Ἄν ξέρατε πόσο καλλιεργεῖται ὁ ἄνθρωπος, -καί γράμματα νά μήν ξέρει-, ὅταν ἀγαπᾶ τήν κτίση! Κάποτε, μικρός-μικρός, ἦταν πρώιμα τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καί ὁ πατέρας μου ἀγόρασε μία κότα ἀπό τό παζάρι, ἔφερε ἄλλη μία κότα. Τώρα θά γελάσετε μέ αὐτά πού θά σᾶς πῶ, ἀλλά δέν πειράζει. Καί τήν προσεχῆ ἑβδομάδα ἔφερε ἄλλη μία κότα. Υἱοθέτησα λοιπόν ἐγώ τή μία κότα καί ἡ ἀδελφή μου υἱοθέτησε τήν ἄλλη κότα. Τίς εἴχαμε στό κοτέτσι, βγάλαμε πουλάκια, ἔγιναν περισσότερες. Καθόμουνα μέ τίς ὧρες στό κοτέτσι, καί μοῦ φώναζε ἡ μητέρα μου: «Μά, τί κάνεις;». Καί ἐγώ τραγουδοῦσα στίς κότες [γέλια]. Ἀνακάλυψα δέ τό ἑξῆς: Οἱ κότες, ὅταν σφυρίξεις ἤ φωνάξεις, ἐνοχλοῦνται καί κινοῦν τό κεφάλι τους. Καί ἔκανα συντροφιά μέ τίς κότες. Βέβαια, θά πεῖτε, λίγο παλαβός νά εἶμαι. Δέν ξέρω, ἄς εἶναι».
(Πνευματική Διαθήκη Τωβίτ, ὁμιλία 32η)
«Μία φορά ὁ πατέρας μου μοῦ εἶπε, -τοῦ Δημοτικοῦ, Τετάρτη Δημοτικοῦ, οὔτε ἐκεῖνος ἤξερε, ἴσως Δευτέρα, γιατί ὅταν ἦρθε στήν Ἀθήνα, δέν ἤξερε νά διαβάζει καί μία θεία του τοῦ ἔμαθε γράμματα, ἀπό τήν ἐφημερίδα τόν ἔβαζε νά διαβάζει. Διάβαζε μέ τόση εὐχέρεια τήν ἐφημερίδα, ὥστε ἐγώ μέχρι σήμερα δέν κατάφερα νά διαβάσω ὅσο τή διάβαζε ὁ πατέρας μου. Κάποτε διάβαζα σέ ἕνα περιοδικό ἕνα χρονογράφημα κατά μῆνα, ἦταν αὐτό στίς «Ἀκτῖνες», καί ὑπεγράφετο «Οὔτις». Κάποια φορά λέω στόν πατέρα μου, -ὄχι πώς φανταζόμουν ὅτι θά μποροῦσε νά μοῦ τό πεῖ-, λέω: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ‘’Οὔτις’’;». «Μπά», μοῦ λέει, «δέν τό ξέρεις; Eἶναι ὁ Κανένας. Ὅταν εἶπε ὁ Ὀδυσσέας στόν Κύκλωπα: «Πῶς σέ λένε, τό ὄνομά σου;», «Οὔτις», δηλαδή «ὁ Κανένας». Καί μοῦ τό ἐξήγησε ὁ πατέρας μου, τό ἀκούσατε; Δέν τό ἤξερα. Γι’ αὐτό μήν πεῖ κανένας, -ἀρκεῖ νά ἔχει ἐπαφή μέ τά βιβλία-, ὅτι: «Δέν ξέρω πολλά γράμματα». Μαθαίνει».
(Πράξεις, ὁμιλία 87η)
«Ὅταν ἤμουν πολύ μικρός μέ τήν ἀδελφή μου, -πάρα πολύ μικρά παιδάκια, νήπια-, παίζαμε στό κρεβάτι μέ τόν πατέρα. Καί τό πρωί ἤθελε νά σηκωθεῖ, νά φύγει, νά πάει στή δουλειά του καί δέν τόν ἀφήναμε νά φύγει, τόν τραβούσαμε. Ἐκεῖνος ὅμως προσπαθοῦσε νά ἀπαλλαγεῖ, γιά νά φύγει καί ἐμεῖς ἀδύνατον νά τόν ἀφήσομε νά φύγει, γιατί εἴχαμε διάθεση νά παίξομε πολύ μαζί του. Καί τότε θυμᾶμαι, ὅπως τόν τραβούσαμε, μᾶς ἄφησε τήν πιζάμα του στά χέρια μας καί ἐκεῖνος ἐλευθερώθηκε καί ἔφυγε. Ἦταν μία πάλη αὐτό, ἀλλά μία πάλη πάρα πολύ τρυφερή. Δηλαδή, δέν εἶχε τίποτε νά δίνει τήν εἰκόνα μίας σκληράδας. Ἔτσι καί ἐδῶ, ἐνῶ παλεύει μέχρι τό πρωί καί τόν παρακαλεῖ αὐτό ὁ κάποιος δῆθεν: «Ἄφησέ με, νά φύγω», καί νά λέει ὅτι: «Νίκησες τό Θεό». Συνεπῶς, ἀφήνει ἐδῶ ὁ Θεός νά νικηθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο, τώρα μέ τή σειρά του ὁ Ἰακώβ ἐρωτᾶ: «Ποιό εἶναι τό ὄνομά Σου;».
(Περί ἀρετῶν, ὁμιλία 19η)
«Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοί γένηται», «γιά νά σοῦ βγεῖ σέ καλό, νά σοῦ γίνεται πάντα κάτι καλό». Ἐγώ θυμᾶμαι πού ἔλεγε ἡ μητέρα μου τήν ἑξῆς εὐχή, τήν ὁποία λένε οἱ μητέρες, δέν ξέρω ὅλες, ὅταν κατά κάποιο τρόπο τήν εὐχαριστοῦσα τή μητέρα μου, τῆς ἔκανα ἐκεῖνο πού ἤθελε, τότε μοῦ ἔλεγε: «Παιδί μου, νά πιάνεις χῶμα καί νά γίνεται μάλαμα». Εἶναι τοῦ λαοῦ μας αὐτή ἡ παροιμία, δηλαδή: «Ὅλα νά σοῡ πηγαίνουν πολύ καλά», «ἵνα εὖ σοί γένηται», γιά νά ἔχεις εὐοδίες (μέ ὄμικρον), δηλαδή ὅλα νά σοῦ πηγαίνουν καλά».
(Πνευματική Διαθήκη Τωβίτ, ὁμιλία 5η)
«Ἤμουνα πολύ-πολύ μικρός, Δευτέρα - Τρίτη Δημοτικοῦ, μόλις εἶχα ἀρχίσει νά διαβάζω, καί μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου νά διαβάσω τήν Παράκληση ἤ τό Ἀπόδειπνο, ἀναλόγως. Ἦταν νωρίς τό ἀπόγευμα, μ’ ἔβαζε σ’ ἕνα δωμάτιο, πού εἴχαμε ἐκεῖ τίς εἰκόνες, μοῦ ἄναβε ἕνα κεράκι, εἶχα τή «Σύνοψη», -τήν ἴδια «Σύνοψη» τήν ἔχω ἀκόμη γιά ἐνθύμιο-, καί ἐγώ, βέβαια, ἔλεγα τό Ἀπόδειπνο καί ἐκεῖ πού τελειώνει ὁ Ψαλμός «Σύ δέ, Κύριε, μή χρονίσῃς», θά πεῖ: «Μήν ἀργήσεις, Κύριε», ἐπειδή ὅμως ἄκουγα μικρός ἐκείνη γιά βρισιά, «μή χρονίσῃς», «Πώ, πώ! Λένε στό Θεό νά μήν χρονίσει;». Καί ὅταν πήγαινα σ’ ἐκεῖνο τό σημεῖο, τό πηδοῦσα, δέν τό ἔλεγα. Καί τό κεράκι μου δέ πού ἄναβα -καί ποῦ νά σᾶς πῶ πῶς τά ἔφτιαχνε ἡ μητέρα μου ἐκεῖνα τά κεριά! Δέν λέω περισσότερα- κάποια στιγμή, ἐπειδή οἱ ἀκολουθίες αὐτές εἶναι λίγο μακρές γιά ἕνα παιδί, θυμᾶμαι ἡ ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως μοῦ φαινόταν βουνό, ἀλλά ἤμασταν πολύ μικροί, καί ἔπαιρνα τό κερί κάποια στιγμή καί ἔπαιζα στάζοντάς το ἐπάνω στήν «Σύνοψη». Βέβαια, νά σᾶς δείξω ἐκείνη τή «Σύνοψη», θά δεῖτε ὅτι εἶναι γεμάτη ἀπό κεριά, ἀλλά ἔβαζε τό κεράκι καί τό λιβάνι. Τί ὡραῖα! Δημιουργοῦν κλίμα, ἀτμόσφαιρα. Εἶναι εὐπρόσδεκτη ἡ θυσία στό Θεό. Πολλές φορές ἐσεῖς πού τηλεφωνᾶτε, -θά σᾶς τό πῶ καί αὐτό-, καί μᾶς λέτε, -ξέρω ἐγώ-, μία μάνα, ἡ κόρη, γιατί γεννᾶ στό νοσοκομεῖο καί πρόκειται γιά μία δύσκολη περίπτωση, ἐγώ ἤ στό προσωπικό μου προσκυνητάρι ἤ θά πάω στήν ἐκκλησία καί θά ἀνάψω ἕνα κεράκι, γιατί εἶναι θυσία, γιά νά ζητήσομε ἐκεῖνο, γιά τό ὁποῖο ἐσεῖς μᾶς εἴπατε νά ζητήσομε».
(Ἀνώτερο Κατηχητικό Σχολεῖο, ὁμιλία 546η)
«Νά μέ συγχωρέσετε, πού θά πῶ κάτι. Ἡ μητέρα μου μέ ἔστελνε νά κάνω τό Ἀπόδειπνο ἤ τήν Παράκληση μόνος μου ἀπόγευμα. Τή «Σύνοψη», πού τότε χρησιμοποιοῦσα, τήν ἔχω ἐνθύμιο. Ἤμουν πολύ μικρός, μόλις κατάφερνα καί νά διαβάζω. Καί εἶχα ἕνα κεράκι ἰδιοσκεύαστο ἀπό τή μητέρα μου, -νά μήν σᾶς πῶ πῶς τά ἔφτιαχνε τά κεριά. Ἐγώ διάβαζα, καί κάποιες στιγμές ἤθελα καί νά παίξω καί ἔσταζα τό κερί ἐπάνω στή «Σύνοψη». Εἶναι δέ ἀκριβῶς ἐκεῖ στήν Παράκληση καί στό Ἀπόδειπνο γεμάτο ἀπό κεριά. Καί συνέχιζα καί ὅταν ἐρχόταν τό σημεῖο πού ἔλεγε στό Ἀπόδειπνο: «Σύ δέ, Κύριε, μή χρονίσῃς», εἶναι ὁ 2ος Ψαλμός μετά τόν 50ό, δηλαδή: «Ἐσύ, Κύριε, μήν ἀργήσεις», αὐτό θά πεῖ «μή χρονίσῃς», «μή χρονοτριβήσεις, ἐκεῖνο πού Σέ παρεκάλεσα δῶσε μοῦ το γρήγορα». Ἐπειδή δέ μικρός ἄκουγα ἐκεῖνο τό «μή χρονίσῃς» σά βρισιά, -«κακό χρόνο νά ἔχεις, μή χρονίσεις», τό λένε οἱ ἄνθρωποι-, τό θεωροῦσα ὅτι εἶναι ὕβρις πρός τό Θεό. Νά πῶ στό Θεό νά μή χρονίσει; Πώ, πώ! Ἐκεῖ, ὅταν ἔφτανα, ἀγαπητοί μου, τό πηδοῦσα [γέλια]».
(Σειράχ, ὁμιλία 106η)
«Ἔλεγε ἡ μητέρα μου: «Δέν λυπᾶμαι αὐτό πού θά δώσω, ἀλλά αὐτό πού θά πετάξω».
(Σειράχ, ὁμιλία 181η)
«Ὅταν ἡ μητέρα μου ἔκανε ἐλεημοσύνες, ποτέ δέν τίς ἔκανε ἡ ἴδια, ἀλλά ἔβαζε στά χέρια τῶν παιδιῶν της ὅ,τι εἶχε νά δώσει, εἴτε χρήματα εἴτε ἀντικείμενα, καί μάλιστα, ἄν θέλετε, ἑτοίμαζε σακουλίτσες μέ διάφορα πράγματα τοῦ σπιτιοῦ ἤ τρόφιμα ἤ κανένα ρουχαλάκι, καί πολύ μικροί ἤμαστε, ὅταν μᾶς ἔδινε στά χέρια μας καί μᾶς ἔλεγε: «Πηγαίνετε στό τάδε σπίτι, νά τό δώσετε».
(Σειρά Β’, ὁμιλία 139η, β’)
«Θυμᾶμαι καμιά φορά ἡ μητέρα μου μᾶς ἔβαζε δουλειά στά χέρια. Δέν ἤθελε τά χέρια νά εἶναι ποτέ ἀργά. Μία δουλειά. Τώρα δέν σᾶς λέγω τί δουλειές. Εἶναι πολλές καί διάφορες. Καί καθισμένοι νά εἴμαστε, μία δουλειά στά χέρια. Καί ἐμεῖς σταματούσαμε καί κουβεντιάζαμε, καί ἔλεγε, -μᾶς ἔπιανε τά χέρια, τραβοῦσε-: «Δέν μιλᾶνε τά χέρια, τό στόμα μιλάει καί τά αὐτιά ἀκοῦνε, τά χέρια δουλεύουνε». Γιατί; Εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐργατικός, πού θέλει μέ κάτι νά ἀσχολεῖται, δέν πέφτει εὔκολα στήν ἀκηδία».
(Περί παθῶν, ὁμιλία 9η)
«Εἶναι πάμπολλα πράγματα πού μποροῦν νά ὀνοματιστοῦν ὡς θησαυρός ἤ χαμένο πρᾶγμα. Θυμᾶμαι μία φορά ἡ μητέρα μου σκούπιζε, -μέναμε σέ ἕνα δάσος καί ἦταν ἕνα σωρό σκουπίδια τοῦ περιβολιοῦ- καί τῆς ἔφυγε ἀπό τό χέρι καί ἔχασε τή βέρα, τό δαχτυλίδι τοῦ γάμου. Εἶχε στενοχωρηθεῖ πάρα πολύ. Ἐγώ λοιπόν ὕστερα ἀπό κάνα-δύο-τρεῖς μέρες βρῆκα τή βέρα πάνω-πάνω στά σκουπίδια. Λέω: «Βρῆκα τή βέρα!». Πώ, πώ, τί εὐχές μοῦ ἔδωσε! Γιατί θεωρεῖται εὐλογημένο δαχτυλίδι. Ἔ, αὐτό θεωρεῖται ἕνας θησαυρός πού βρέθηκε καί δέν ἦταν κάτι τυχαῖο».
(Σειράχ, ὁμιλία 281η)
«Ὅταν θέλομε νά θυμηθοῦμε κάτι, βάζουμε μία κλωστή στό δάκτυλό μας, ἕνα σημάδι κάνουμε, νά τό βλέπομε καί νά λέμε: «Γιατί ἔβαλα αὐτή τήν κλωστή;». Ἡ μητέρα μου ἔβγαζε τή βέρα της ἀπό τό δάκτυλο πού τήν εἶχε, -τό κάνετε ἴσως καί πολλοί, γιατί βλέπω κουνᾶτε τό κεφάλι σας-, καί τήν ἔβαζε σέ ἕνα ἄλλο δάκτυλο, ὥστε νά ἀναρωτηθεῖ παρακάτω καί νά πεῖ: «Γιατί ἄλλαξα τή βέρα μου στό ἄλλο δάκτυλο; Τί ἤθελα νά θυμηθῶ, τί ἤθελα;», γιά νά προσπαθήσει νά τό θυμηθεῖ».
(Ἀριθμοί, ὁμιλία 7η)
«Μόλις στά χρόνια τῆς μητέρας μου θυμοῦμαι, δηλαδή μοῦ τό ἔλεγε ἡ μητέρα μου αὐτό, ὅτι ἦταν ὅλη ἡ πόλη στό σχολεῖο. Ὁ νομάρχης, ὁ δήμαρχος, οἱ ἱερεῖς κτλ. καί ἐξέταζαν οἱ ἴδιοι τούς μαθητές. «Πές μου, παιδί μου, ἐκεῖνο, πές μου ἐκεῖνο». Ἦταν φοβερό, ἔ … ;».
(Δανιήλ, ὁμιλία 2η)
«Ἡ μητέρα μου τό εἶχε κάνει αὐτό. Εἶχε ἐξημερώσει τή γάτα μέ τό σκῦλο. Εἴχαμε ἕνα σκυλί, πολύ ζωηρό σκυλί, καί μία γάτα φοβερή. Ὅταν ἔβλεπε λυκόσκυλο, ὁρμοῦσε κατευθείαν στή μουσούδα του, νά τοῦ βγάλει τά μάτια. Καί ὅμως, αὐτή ἡ γάτα, -Σοῦ τήν ἔλεγαν-, αὐτή ἡ γάτα ἐξημερώθηκε μέ τό σκυλάκι πού εἴχαμε, ἔχω καί φωτογραφία στό θέμα αὐτό. Καί μάλιστα, ὅταν κρατοῦσε τή γάτα ἡ μητέρα μου, ὁ σκῦλος ζήλευε καί πηδοῦσε ἐπάνω. Χάιδευε τή γάτα, χάιδευε τό σκῦλο. Ἄν θά ἐπιχειρούσαμε τήν ἐξημέρωση τῆς γάτας καί τοῦ σκύλου, πόσο περισσότερο νά προσπαθήσομε τήν ἐξημέρωση τῶν παιδιῶν μέ τά ζῶα; Πόσο περισσότερο!».
(Σειράχ, ὁμιλία 155η)
«Θυμᾶμαι μικρός, στό τραπέζι, ὅταν τρώγαμε, -τό ξέρετε ὅλοι, εἶναι ἑλληνική παράδοση-, τά μικρά παιδιά ἀερίζονται καμιά φορά. Καί ἔλεγε ἡ μητέρα μου: «Πρόσεξε, σέ βλέπει ὁ ἄγγελός σου». Τό λέτε; Ἐγώ πιστεύω τό λέτε, γιατί εἶναι ἑλληνική συνήθεια».
(Σειράχ, ὁμιλία 149η)
«Ξέρετε, ἕνα παιδάκι δέν μπορεῖ νά φάει μέ τό ἀριστερό χέρι, νά κρατήσει τό πιρούνι μέ τό ἀριστερό, δέν μπορεῖ ἕνα παιδάκι πέντε-ἕξι χρονῶν. Κάποτε ὅμως πρέπει νά μάθει νά κρατᾶ τό πιρούνι μέ τό ἀριστερό χέρι καί τό μαχαίρι μέ τό δεξί. Λοιπόν, κάποτε ξεκίνησε ἡ μητέρα μας νά μᾶς μάθει αὐτό, νά τρῶμε ἔτσι. Δέν μπορούσαμε, «δέν μπορῶ». «Ὄχι», ἐπέμενε, «θά τό μάθετε», εἶναι θέμα μίας μάθησης, αὐτό πού λέμε «ἀγωγή», γιατί θά πᾶς σέ ἕνα τραπέζι, ἀλλά καί στό σπίτι σου τό ἴδιο, νά ξέρεις νά τρῶς σάν ἄνθρωπος. Ὅπως λένε οἱ Πατέρες, «θά πρέπει νά τρῶμε», ἀκοῦστε, «σάν παιδιά τoῦ Θεοῦ». Ἀλλά σάν παιδιά τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά εἴμαστε εὐγενεῖς, νά μήν τσαλαβουτᾶμε, νά μήν πάρομε τήν πιατέλα μπροστά μας καί ἀρχίζομε νά τρῶμε ὅλα τά περιεχόμενα».
(Σειράχ, ὁμιλία 180ή)
«Ἤμουν στρατιώτης, σμηνίτης γιά τήν ἀκρίβεια, καί ἦταν τρεῖς μέρες πρό τοῦ θανάτου τῆς μητέρας μου. Συνέβη 26 Ἰανουαρίου 1950. Ἡ μητέρα μου εἶχε καρκίνο. Φαίνεται τόν εἶχε καμιά δεκαετία, ἀπό τό 1940, ἀπ’ ὅ,τι θυμᾶμαι. Ἔγινε καλά, τέλος πάντων, πέθανε. Τρεῖς μέρες πρίν πεθάνει, ἀφοῦ ὁ καρκίνος ἔκανε μεταστάσεις στούς πνεύμονες καί εἶχε μία φοβερή δύσπνοια, τῆς εἴχαμε ὀξυγόνο, στό σπίτι ἦταν. Τελειώνει ἡ ζωή της, εἶναι στό σπίτι. Φέραμε ἕναν γιατρό ἀπό τήν Ἀθήνα. Ἦταν πολύ γνωστός αὐτός ὁ γιατρός στά βόρεια προάστια τῶν Ἀθηνῶν, ἐγώ χρόνια ἄκουγα τό ὄνομά του. Ἐγνωμάτευσε καί εἶπε ὅτι δέν θά ζήσει περισσότερο ἀπό τρεῖς μέρες. Καί πράγματι τρεῖς μέρες ἔζησε καί πέθανε.
Θά κατέβαινε στήν Ἀθήνα. Ἐγώ εἶχα ὑπηρεσία στή μονάδα μου καί προθυμοποιήθηκε νά μέ πάρει μαζί του. Στό δρόμο, -θυμᾶμαι μάλιστα τό σημεῖο τοῦ δρόμου-, ξεκίνησε ἡ κουβέντα σ’ ἐκεῖνο τό ἐκκλησάκι πού ἔχουμε στήν Κηφισιά, τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Καί ἄλλοτε σᾶς ἔχω πεῖ, τούς θεωρῶ προστάτες μου, γιατί μέ βοηθοῦσαν στό σχολεῖο μου. Σ’ ἐκεῖνο τό σημεῖο ξεκίνησε ἡ κουβέντα. «Κοίταξε, ἡ μητέρα σας θά πεθάνει, μήν στενοχωρῆστε γι’ αὐτό, ἡ ψυχή βεβαίως δέν πεθαίνει». Ἄρχισε νά μοῦ λέει μερικά πράγματα, τά ὁποῖα δέν ἦσαν χριστιανικά ὀρθόδοξα, οὔτε κἄν χριστιανικά.
Ἐγώ γι’ αὐτό τό φωνάζω στά παιδιά μας, διαβάστε, μελετῆστε, νά εἶστε ἐνήμεροι. Εἶχα διαβάσει ἤδη τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Τρεμπέλα «Μασονισμός καί θεοσοφία» καί εἶχα διαβάσει τά περί θεοσοφίας. «Γιατρέ μου», τοῦ λέω, «αὐτά πού λέτε εἶναι θεοσοφιστικά». «Ναί», μοῦ λέει, «ἀνήκω στή θεοσοφιστική ἑταιρεία καί ξέρετε τί ὡραῖα πού εἶναι καί πῶς παρηγορεῖται κανείς καί τί ἀπαντήσεις παίρνομε γιά τή ζωή καί τόν θάνατο!». «Γιατρέ μου, δέν στέκεστε καλά», τό εἶπα, «αὐτό εἶναι πλάνη, καί ὁ Χριστιανισμός αὐτές τίς διδασκαλίες δέν τίς δέχεται». Γι’ αὐτό ἐξηγῶ, παρακαλῶ, πολλή προσοχή!».
(Ἀπαντήσεις ἀποριῶν, ὁμιλία 250ή)
«Θυμᾶμαι, ὅταν πέθανε ἡ μητέρα μου, ὁ πατέρας μᾶς ρώτησε: «Θέλετε νά κάνομε μία κηδεία κάπως μεγαλοπρεπῆ;». Καί ἐμεῖς ἀπαντήσαμε: «Δέν χρειάζεται». Καλῶς ρώτησε. Θά εἶχα πολλά νά σχολιάσω πάνω σέ αὐτό, γιατί ρώτησε».
(Πράξεις, ὁμιλία 101η)