ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ
«Οἱ πρόγονοι καί τῆς μητέρας μου καί τοῦ πατέρα μου κατάγονται ἀπό τή Μυτιλήνη, γι’ αὐτό καί Μυτιληναῖος λέγομαι. Ἀλλά καί ἡ μητέρα μου κατάγεται ἀπό τή Σάμο καί συνεπῶς καί ἡ Μυτιλήνη καί ἡ Σάμος εἶναι πατρίδες μου».
(Δευτερονόμιο, ὁμιλία 32η)
«Ἀπό τή Σάμο κατάγεται ἡ μητέρα μου, ἀπό τή Μυτιλήνη ὁ παπποῦς μου».
(Πράξεις, ὁμιλία 210η)
«Θυμᾶμαι κάποτε, στό νησί τοῦ πατέρα μου, ἦταν ἕνα ἐκκλησάκι, Ταξιάρχες, παραθαλάσσιο. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἀπέναντι ἦταν κάτι ἀγκαθιές, μεγάλες ἀγκαθιές, καί μέσα ἐκεῖ -ἐγώ ἤμουν πιτσιρίκος, εἶχα τελειώσει τήν Α’ Δημοτικοῦ- καί εἶχε κρινάκια μέσα ἐκεῖ. Καί θυμᾶμαι, προσπαθοῦσα νά συρθῶ κάτω ἀπό αὐτές τίς ἀγκαθιές, γιά νά κόψω τά κρινάκια. Ἔτσι μοιάζουν σήμερα οἱ νέοι, ἀγαπητοί μου [ἔτ. 2000]. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν οἱ ἀγκαθιές τοῦ κόσμου τούτου, τῆς κακίας τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά, πῶς νά τό κάνομε; Ὑπάρχουν καί τά κρινάκια, ναί, ὑπάρχουν καί τά κρινάκια. Οἱ ὡραῖοι νέοι, οἱ ὁποῖοι πραγματικά διασώζουν στό νά ὑπάρχει ἀκόμα ὁ κόσμος».
(Σειράχ, ὁμιλία 277η)
«Στό νησί τοῦ πατέρα μου, ἀπό τίς Κυκλάδες, πολύ μικρός ἤμουνα, εἶχα τελειώσει τήν Α’ Δημοτικοῦ, καί εἴχαμε πάει σέ μία παραλία, πολύ μεγάλη παραλία, ὡραία ἀμμουδιά, λέγεται Πλατύγιαλος. Ἐκεῖ εἶναι καί μία ἐκκλησία, πού εἶναι λίγο μέσα στή θάλασσα. Μέ ἕνα διάδρομο ξέρας, προχωρᾶ κανείς μέσα στή θάλασσα, μετά τήν πλαγιά ἦταν κάτι μεγάλες ἀγκαθιές σέ ἕνα τμῆμα καί θυμᾶμαι, ὑπῆρχαν κάτι κρινάκια. Ἐγώ, παιδάκι ἤμουν, ἔσκυβα μέσα ἐκεῖ στά κρινάκια, μέσα στίς ἀγκαθιές. Αὐτοί εἶναι οἱ πιστοί. Μέσα στίς ἀγκαθιές αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι τά κρινάκια τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ πιστοί Χριστιανοί. Αὐτοί εἶναι τά ἀληθινά λουλούδια, τά ζωντανά, τά ὡραῖα. Ἔτσι στολίζεται ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνο μέ ὡραῖα ἀντικείμενα, ἀλλά καί μέ ὡραῖες ψυχές, καί ἔτσι πρέπει νά εἴμαστε».
(Κατηχήσεις Ἁγ. Κυρίλλου, ὁμιλία 165η)
«Ὁ σῖτος λιχνιζόταν. Τόν παλαιό καιρό ἔπαιρναν μία δικέλα καί ὁ ἀέρας παίρνει τό ἄχυρο καί πέφτει τό σιτάρι μέσα στό ἁλῶνι. Ἔχω δεῖ αὐτή τήν εἰκόνα στό χωριό τοῦ πατέρα μου. Εἶναι πολύ ὡραία εἰκόνα. Πιά δέν ὑπάρχει αὐτή, γιατί ἔχουνε βάλει μηχανήματα».
(Ἠσαΐας, ὁμιλία 11η)
«Θυμᾶμαι ἐγώ, γέννημα-θρέμμα, κάτοικος Κηφισιᾶς. Ἡ Κηφισιά, ἕνα προάστιο τῶν Ἀθηνῶν, μόλις 13 χιλιόμετρα βόρεια τῶν Ἀθηνῶν».
(Σειράχ, ὁμιλία 269η)
«Λυποῦμαι, δέν γνώρισα παπποῦδες καί αἰσθάνομαι ἕναν καημό γι’ αὐτό τό πρᾶγμα. Ὅταν βλέπω ὅμως ἐγγονούς νά χλευάζουν τούς παπποῦδες, νά τούς κοροϊδεύουν, νά τούς κακοποιοῦν, νά τούς λέγουν λόγια φοβερά, ἀνάρμοστα, καί τά παιδιά αὐτῶν τῶν παππούδων νά μή μιλοῦν, τίποτε! Δηλαδή, συμμαχοῦν παιδιά, ἐγγόνια ἐναντίον τοῦ παπποῦ ἤ τῆς γιαγιᾶς. Εἶναι σεβαστά πρόσωπα οἱ παπποῦδες».
(Σειράχ, ὁμιλία 14η)
«Ὁ παπποῦς μου ἦταν φούρναρης».
(Ἀνώτερο Κατηχητικό Σχολεῖο, ὁμιλία 340ή)
«Γιαγιάδες δέν γνώρισα. Τούς παπποῦδες μου τούς γνώρισα, -μικρός ἤμουν-, μόνο γιά ἕνα καλοκαίρι, καί τοῦ πατέρα μου καί τῆς μητέρας μου τόν πατέρα. Κάποτε λοιπόν πρό τοῦ πολέμου φιλοξενούσαμε τόν παπποῦ ἀπό τήν μητέρα μου. Ὁ παπποῦς εἶχε κρυώσει. Ὁ παπποῦς μου παντρεύτηκε 18 χρονῶν καί ἡ γιαγιά μου 14 καί ἔκαναν 10 παιδιά, 5 ἀγόρια καί 5 κορίτσια. Ἡ μητέρα μου ἦταν κάπου προτελευταία, κάπου ἐκεῖ. Ἡ γιαγιά πέθανε 50 ἐτῶν, ὁ παπποῦς ἔφτασε κάπου 80. Κάποτε λοιπόν ἦρθε ὁ παπποῦς στό σπίτι καί εἶχε κρυώσει καί πονοῦσε ἡ κοιλιά του, καί τοῦ λέει ἡ μητέρα μου: «Πατέρα, νά σοῦ κάνω ἕνα κλύσμα;». Ἤμουν πολύ μικρός, καί ἐπειδή μέ ἐντυπωσίασε, τό θυμᾶμαι. «Πά, πά, παιδάκι μου, δέν μέ εἶδε ἡ γυναῖκα μου, θά μέ δεῖ ἡ κόρη μου;». Μήν ἐκπλήττεστε, εἶναι ἀλήθεια. Ναί, καί ἔχω τή φωτογραφία τῆς γιαγιᾶς καί τοῦ παπποῦ ἀπό τή μητέρα μου, τούς ἔχω καί τούς βλέπω. Ἄν ἔχω γιά κάτι νά καυχηθῶ εἶναι αὐτό, δέν ἔχω κατά κόσμο εὐγενῆ καταγωγή. Ἄν ἔχω γιά κάτι νά καυχηθῶ γιά τούς προγόνους μου εἶναι αὐτό. Ναί, ναί, νομίζω εἶναι δικαία ἡ καύχηση, νά ἔχουν σεβασμό καί εὐπρέπεια, παρρησία μεταξύ τους».
(Σειρά Ε’, ὁμιλία 46η)
«Κάποτε ὁ παπποῦς μου, -νά μέ συγχωρέσετε γι’ αὐτό, ἀλλά δέν πειράζει, «σεμνούς ποιεῖσαι τούς ἀκούοντας παρά σεμνότητι λόγων καλλωπίζεσθαι», ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «παρά νά μιλήσουμε μέ ὡραῖα ρητορικά σχήματα καί λέξεις, ἀλλά νά φύγετε ἐσεῖς μέ καρδιά πού δέν θά ἔχει διάθεση νά γίνει σεμνή». Κάποτε ὁ παπποῦς μου, ἀπό τήν μητέρα μου, εἶχε ἔρθει στό σπίτι. Ἤμουν μικρός, πάρα πολύ μικρός. Τό ἐξήγησα φυσικά, ὅταν μεγάλωσα αὐτό, γιατί τότε δέν καταλάβαινα τίποτε. Τά παιδιά ἐξηγοῦν, ὅταν μεγαλώσουν πολλά ἀπό ὅ,τι ἀκοῦν, νά τό ξέρετε αὐτό. Ὁ παπποῦς ἔπαθε δυσκοιλιότητα, ἦταν δέ χῆρος πολλά χρόνια, ἴσως καί 30 χρόνια χῆρος ἦταν, γιατί ἡ γυναῖκα του πέθανε πολύ νέα, ἀλλά ἔκανε 10 παιδιά. Παντρεύτηκε ἡ γιαγιά 14 χρονῶν καί ὁ παπποῦς 18 καί ἔκαναν 10 παιδιά. Ἐγώ δέν τή γνώρισα, γιατί πέθανε πολύ νέα. Ὁ παπποῦς πέθανε κάπου 80 χρονῶν καί περισσότερο. Φαίνεται ἦταν πάρα πολύ τίμιος ἄνθρωπος, δέν ἔχω παρά ἀπό τήν περιουσία του ἕνα ροκάνι, γιατί ἦταν ξυλουργός, τό ἔχω αὐτό τό ροκάνι, μία πλάνη, καί αὐτό τό παράδειγμα πού θά σᾶς πῶ τώρα. Τίποτε ἄλλο δέν ἔχω ἀπό τόν παπποῦ, ἀλλά μοῦ εἶναι πάρα πολύ χρήσιμα καί τά δύο, καί τό ροκάνι, γιατί ἔχω ροκανίσει πολλές φορές, ἀλλά προπαντός τά λόγια του αὐτά. Ἀκοῦστε, λοιπόν. Ὁ παπποῦς ἔπαθε δυσκοιλιότητα κάποτε, ὅταν εἶχε ἔρθει σπίτι. Καί λέει ἡ μητέρα μου, ἡ κόρη του: «Πατέρα, νά σοῦ κάνω ἕνα κλύσμα;». Καί λέει ὁ παπποῦς: «Πά, πά, παιδάκι μου, -τό θυμᾶμαι ἐπί λέξει, σᾶς τό λέω, ἤμουν μικρός καί τό κράτησα-, πά, πά, παιδάκι μου, δέν μέ εἶδε ἡ γυναῖκα μου, θά μέ δεῖ ἡ κόρη μου;». Εἴδατε σεμνότητα;».
(Περί ἀρετῶν, ὁμιλία 12η)
«Εἶχα ἕναν θεῖο, ἀδελφός τοῦ πατέρα μου. Δέν ξέρω τί ἄλλα καλά ἤ κακά εἶχε, ξέρω μόνο ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶχε μία ἐχεμύθεια καταπληκτική. Μάθαινε κάτι; Ποτέ δέν τό ἔλεγε αὐτό τό κάτι σέ κανέναν. Δέν βρῆκα ἄλλον τόσο ἐχέμυθο, -ἐγώ τουλάχιστον δέν βρῆκα-, ὅσο αὐτόν τόν ἄνθρωπο, τόν θεῖο μου. Μέ εἶχε ἐντυπωσιάσει. Οὔτε ὑπαινιγμό, τίποτα, τίποτα, τίποτα, πραγματικά. Καί δέν εἶχε ἰδιαίτερη πνευματικότητα, ὄχι. Ἔκρινε, ἔμαθε κάτι; Δέν ἔπρεπε νά τό πεῖ».
(Σειράχ, ὁμιλία 156η)
«Εἶχα μία θεία, ἀδελφή τοῦ πατέρα μου, στό χωριό, ἡ ὁποία ἔπλεκε κάλτσες μέ κλωστή. Αὐτές οἱ κάλτσες, ὅταν ἐγώ τίς φοροῦσα, μοῦ ἔτρωγαν τά πόδια, ἦταν φοβερό, μοῦ ἔτρωγαν τά πόδια καί ὅταν πήγαινα σχολεῖο, κάπου 3 χιλιόμετρα μακριά, δηλαδή ἀπό τήν Κηφισιά στό βόρειο ἄκρο νά κατέβω στό Μαροῦσι σέ σχολεῖο. Τί ἦταν ἐκεῖνο! Μοῦ ἔτρωγαν τά πόδια! Δέν τολμοῦσα ὅμως νά πῶ στή μητέρα μου νά βάλω ἄλλες κάλτσες, γιατί αὐτές ὑπῆρχαν. Ἔτρεφα δέ βέβαια -δέ διατηρήθηκε, γιατί μετά μείναμε μαζί μέ τή θεία μου αὐτή- ἔτρεφα ἕνα ὑποσυνείδητο μῖσος κατά τῆς θείας, πού ἔφερνε αὐτές τίς κάλτσες καί ἔπρεπε νά τίς φορέσω. Ἀγαπητοί μου, ἕνα μικρό δειγματάκι εἶναι αὐτό. Πόσα τέτοια, πού δέν κάνουν πολύ ἄνετη τή ζωή μας! Χάλασε ὁ κόσμος, μία παιδαγωγία εἶναι αὐτό. Καί ἄν ἀκόμη ἔχομε τά πάντα ἀπό ἀγαθά, ἄς τό κάνομε καί κατά τεχνητόν τρόπο, νά τό κάνομε κατά τεχνητό τρόπο, τό ξαναλέγω, γιά τήν καλή παιδαγωγία τῶν παιδιῶν μας».
(Ἠσαΐας, ὁμιλία 91η)
«Ἐνθυμοῦμαι, ἀγαπητοί μου, μία πολύ ὡραία εἰκόνα συγγενικῶν μου προσώπων. Ἦταν δύο ἀδελφές μέ τούς συζύγους των ἀπό τή γενιά τῆς μητέρας μου. Ἤτανε ξαδέλφες τῆς μητέρας μου αὐτές. Ἦταν ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι, ὅταν ἐγώ τούς γνώρισα. Δέν εἶχαν παιδιά. Κατοικοῦσαν στό ἴδιο σπίτι. Εἶχαν φοῦρνο, ἁπλοῦ ἄνθρωποι ἦσαν. Ἀπό τή Μυτιλήνη κατάγονταν καί ἐργάζονταν στόν Πειραιᾶ. Φοῦρνο εἶχαν, συνέταιροι, καί ἔμεναν στό ἴδιο σπίτι. Οἱ δύο μπατζανάκηδες καί οἱ δύο ἀδελφές, οἱ γυναῖκες τους. Ἐκεῖνο τό σπίτι τους ἦταν κέντρο διερχομένων. Δέν ὑπῆρχε ἄνθρωπος, νά μήν ἐρχόταν ἀπό τή Μυτιλήνη καί νά μήν περνοῦσε, νά φιλοξενηθεῖ ἀπό τό σπίτι τους. Κι ὅταν ἔφευγε αὐτός ὁ ἄνθρωπος, τοῦ φόρτωναν καί πράγματα, γιά νά φύγει. Νά φάει, νά πιεῖ, νά κοιμηθεῖ, μέρες τῶν ἡμερῶν, καί νά πάρει καί πράγματα μαζί του καί νά φύγει. Δέ θά ξεχάσω αὐτά τά δύο ζευγάρια, τούς θείους μου, τούς θυμᾶμαι, ὑπέροχοι ἄνθρωποι. Δέν εἶχαν μόνο τούς φιλοξενούμενους ὡς διερχόμενους, συντηροῦσαν τρία παιδιά ὀρφανά. Τά μεγάλωναν. Θυμᾶμαι ἕναν μπαρμπα-Παναγιώτη, πού εἶχαν ἐκεῖ, μέ τίς βράκες πού φοροῦσαν οἱ Μυτιληνιοί, τυφλός, πού τόν γηροκόμησαν καί πέθανε στό σπίτι τους. Ἔτσι ἦταν τά σπίτια τότε, ἀγαπητοί μου. Σήμερα αὐτά ἐξέλιπαν. Σήμερα λέμε στόν ἄλλον: «Πάρε χρήματα καί πήγαινε στό ξενοδοχεῖο». Βέβαια, θά μοῦ πεῖτε, ἔγιναν καί κακοί οἱ ἄνθρωποι καί δέν ἐμπιστεύεσαι νά βάλεις ἕναν ἄνθρωπο στό σπίτι σου. Ἔ, νά ποῦμε καί τό θέμα ἀπό τήν ἄλλη πλευρά».
(Δευτερονόμιο, ὁμιλία 24η)
«Ἔχω καί ἐγώ κάποιους συγγενεῖς, ἀγαπητοί μου. Δέν ἦταν διάσημοι. Ὁ θεῖος ὁ Βασιλάκης, ὁ θεῖος ὁ Χρῆστος, ὁ θεῖος ὁ Θανάσης, ἦταν σπουδαῖοι ἄνθρωποι. Δέν εἶχαν μάλιστα οἱ δύο τελευταῖοι παιδιά, ἦταν σύγγαμβροι, δηλαδή μπατζανάκηδες. Μά ὅσοι ἔρχονταν ἀπό τή Μυτιλήνη, γιατί ἀπό ἐκεῖ κατάγονταν, ἀγαπητοί μου, τούς φιλοξενοῦσαν. Τόν κρατοῦσαν κοντά, ἦταν πάρα πολύ φιλάνθρωποι ἄνθρωποι, πάρα πολύ. Δέν θά ξεχάσω ἕνα ψυχοπαίδι τρόπον τινά, ὁ Στάθης, ὁ ὁποῖος, ὅταν πῆγε στό Ναυτικό, ἔπαθε πλευρίτη, -τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν ἀντιβιοτικά-, καί πέθανε. Ἤ, ἀκόμη, ἕνας γεροντάκος καμπούρης, τόν εἶχαν ἐκεῖ σέ ἕνα σπιτάκι μέσα στήν αὐλή τους καί ἔμενε. Ἦταν πάρα πολύ φιλάνθρωποι. Ἕνα ζεῦγος ἀδελφῶν τό ἔστειλαν στό Ἐμπορικό Ναυτικό νά μάθει κτλ. Τουλάχιστον στή δική μου τή μνήμη ἔχουν μείνει αὐτοί οἱ ἄνθρωποι. Καί ἄς εἶναι αὐτή τή στιγμή, -γιατί ποτέ μου δέν τούς ἀνέφερα-, ἄς εἶναι γι’ αὐτούς ἕνα μνημόσυνο ὅ,τι ἀνέφερα γι’ αὐτούς. Λίγο-πολύ καί ἀπό τούς δικούς σας συγγενεῖς πρέπει νά ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι πού ἔζησαν τήν ἁγιότητα, ἔζησαν τήν ἀρετή καί ἄφησαν τήν καλή φήμη. Καί ἡ καλή φήμη τῶν προγόνων εἶναι ὄντως καύχημα. Πῶς ἐγώ αὐτή τήν ὥρα καυχιέμαι; Ἔ, … καύχημα τούς ἔχω καί τούς ἀναφέρω. Δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά μείνει τό καλό ὄνομα ἀπό τή διανόηση μόνο. Μπορεῖ νά μείνει καί ἀπό τήν ἁγιότητα».
(Σειράχ, ὁμιλία 277η)
«Οἱ ἀγρότες, ὅταν κάνουν συντροφιά, μαθημένοι ἀπό τήν ὕπαιθρο, φωνάζουν πολύ δυνατά. Θυμᾶμαι, ὅταν μαζεύονταν ὁ πατέρας μου καί οἱ πατριῶτες του ἀπό τό χωριό, ξέρετε πόσο δυνατά μιλοῦσαν; Πέντε γειτονιές νά ἀκουστοῦν! Δέν μποροῦσαν νά μάθουν νά μιλᾶνε πιό σιγά, γιατί εἶχαν μάθει νά μιλοῦν δυνατά, ὅταν ἦταν στά χωράφια σέ μακρινή ἀπόσταση. Ἐκείνη ἡ θεία μου ἡ Μαργαρίτα ἡ συγχωρεμένη … , τί φωνή ἦταν ἐκείνη! Ἦταν κρύσταλλο ἡ φωνή, δυνατή, φοβερή! Ὅμως οἱ δυνατές φωνές εἶναι δεῖγμα, προσέξτε, ἀπαιδευσιᾶς, ὅταν κανείς μιλᾶ δυνατά».
(Σειράχ, ὁμιλία 221η)