Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

11 ΙΟΥΝΙΟΥ : Η ΣΥΝΑΞΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" - Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ - ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΣΤΥΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΕΛΙΟΥ - ΕΚΤΕΝΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ - ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΙΚΟ ΥΜΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΕΡΗ ΕΙΚΟΝΑ

          

          Η εικόνα της Παναγίας, το «Ἄξιον ἐστι», είναι μια από τις περίφημες εικόνες του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών. Αρχικά η εικόνα αυτή βρισκόταν σε ένα παντοκρατορινό κελί στην τοποθεσία τη λεγόμενη κοιλάδα του «Ἄδειν» κοντά και κάτω από τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα.

            Την 11 Ιουνίου 980 μ.Χ. (κατά άλλους το 982 μ.Χ.) ο γέροντας έλειπε από το κελί, καθώς είχε πάει

σε μια αγρυπνία στις Καρυές, αφήνοντας μόνο τον υποτακτικό του. Ο υποτακτικός τη νύχτα έκανε κανονικά τον κανόνα του. Ακούει σε μια στιγμή να του χτυπάνε την πόρτα, ανοίγει και βλέπει έναν περαστικό να του ζητάει να τον φιλοξενήσει, πράγμα που γίνεται. Συνεχίζει ο μοναχός τον κανόνα του μέχρι που φτάνει στην θ' ωδή «Τὴν Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ...». Τότε τον διακόπτει ο φιλοξενούμενος και του λέει: «Όχι, πρώτα θα πεις: Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς...» ως συμπλήρωμα του υπό του Κοσμά Μαϊουμά (βλέπε 14 Οκτωβρίου) Μεγαλυνάριου της Θεοτόκου. Ο μοναχός ενθουσιασμένος ζητάει να του γράψει ο νέος τον ύμνο για να μπορεί να το ψάλλει και αυτός. Επειδή όμως δε βρέθηκε μελάνι και χαρτί μέσα στο κελλί, ο μυστηριώδης ξένος μοναχός χάραξε τον ύμνο με το δάκτυλό του σε μια πέτρινη πλάκα και προσθέτοντας ότι έτσι πρέπει να ψάλλεται στο εξής ο ύμνος αυτός από όλους τους Ορθόδοξούς, έγινε άφαντος.
          Οι Αγιορείτες έστειλαν την πλάκα στον βασιλιά και στον Πατριάρχη Νικόλαο Χρυσοβέργη (βλέπε 16 Δεκεμβρίου), ο οποίος ενέκρινε την εισαγωγή του αγγελικού αυτού ύμνου στο λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Την δε εικόνα, μπροστά στην οποία ψάλθηκε για πρώτη φορά ο αγγελικός ύμνος, τη μετέφεραν στο Πρωτάτο, στο οποίο καθιερώθηκε να γίνεται και η ετήσια πανήγυρη σε ανάμνηση του θαύματος και προς τιμή της Θεοτόκου. 

          Σύμφωνα με το αρχαίο συναξάριο, η γιορτή αυτή αρχικά τελούνταν στο Κελλί, όπου είχε γίνει το θαύμα, και μάλιστα προς τιμή του αρχάγγελου Γαβριήλ, που χωρίς άλλο ήταν ο θαυμαστός εκείνος ξένος μοναχός.
        Έτσι, το Μεγαλυνάριο αυτό της Θεοτόκου που συνέθεσε ο Κοσμάς (ο επίσκοπος Μαϊουμά) σήμερα ονομάζεται «Άξιον Εστί», εκ των δύο πρώτων λέξεων του Θεομητορικού αυτού Ύμνου που έχει ως εξής:
 
Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς,
μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον,
τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον,
καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ
καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ
τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν,
τὴν ὄντως Θεοτόκον,
σὲ μεγαλύνομεν.


           Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι το γεγονός αυτό είναι πολύ παλαιό και τούτο μαρτυρείται από τα Μηναία της Εκκλησίας, όπου στις 11 Ιουνίου αναγράφεται: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν».
             Η εικόνα «Ἄξιον Ἐστί» έχει διαστάσεις 70,5x44 εκ. χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου ήταν πολύ σβησμένη, αλλά μετά ανακαίνιση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα». Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου, έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και απεικονίζει την Θεοτόκο με τη μορφή που είχε λίγο πριν την κοίμησή της.
             Στις 3 Οκτωμβρίου 1913 μ.Χ., μετά από ολονύκτια αγρυπνία στο Ναό του Πρωτάτου, οι Αγιορείτες μοναχοί συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα της αιωνίου και αδιασπάστου ενώσεως με την Μητέρα Ελλάδα και το υπέγραψαν ένας-ένας με μετάνοια ενώπιον της εικόνας αυτής.
            Η πρώτη έξοδος της εικόνος «Άξιον Εστί» από το Άγιον Όρος έγινε το 1963 μ.Χ. κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, όταν μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την προσκύνησαν πλήθη πιστών. Το 1985 μ.Χ. μεταφέρθηκε με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού για προσκύνηση στη Θεσσαλονίκη, όπου οι επίσημοι της πόλεως την υποδέχθηκαν μπροστά στο Λυκό Πύργο με τιμές Αρχηγού Κράτους.

Εμφάνιση της Παναγίας «Άξιον Εστί» στον Γέροντα Παΐσιο

           Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Τη Δευτέρα της Διακαινησίμου καθόμουν στο Αρχονταρίκι και έλεγα την ευχή. Ξαφνικά αισθάνθηκα μια ευωδία, άλλο πράγμα! Βγήκα στο διάδρομο να δω από πού προέρχεται, πήγα στην Εκκλησία, τίποτα. Βγήκα έξω στην αυλή. Η ευωδία ήταν πολύ πιο έντονη. Ακούστηκε να χτυπά το τάλαντο. Κοίταξα και είδα να κατεβαίνει προς τα κάτω η λιτανεία, και κατάλαβα ότι προέρχεται από την εικόνα της Παναγίας».
              Αυτή την ημέρα γίνεται η λιτανεία της θαυματουργού εικόνος του «Ἄξιον ἐστίν». Κατεβαίνει πιο κάτω από το Κουτλουμούσι, ως το Κελλί των Αγίων Αποστόλων (Αλυπίου). Το Κελλί της «Παναγούδας» απέχει ένα χιλιόμετρο περίπου. Από αυτή την απόσταση η Παναγία έστειλε τρόπον τινά τον χαιρετισμό της στον Γέροντα.

ΠΗΓΗ : ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ




Δύο νέοι μοναχοί προσπαθούν να ξαναδώσουν ζωή στο εγκαταλελειμμένο ιστορικό κελί «Άξιον Εστί» του Αγίου Όρους


Συνέντευξη στη Στέλλα Μεϊμάρη

Δυο νέοι μοναχοί, ο πατέρας Φιλούμενος και ο πατέρας Λουκιανός, προσπαθούν να ξαναδώσουν ζωή στο εγκαταλελειμμένο ιστορικό κελί «Άξιον Εστί» του Αγίου Όρους.

Ο πατέρας Λουκιανός μιλάει αποκλειστικά στο «pentapostagma.gr» για το μεγάλο θαύμα που συντελέστηκε πριν από χρόνια σε αυτό το κελί και στο οποίο οφείλεται η ονομασία του και ζητάει τη βοήθεια όλων μας για την αναστήλωση του.


- Πατέρα Λουκιανέ, θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο για την ιστορία και το μεγάλο θαύμα του σημαντικού αυτού κελιού;

Αυτό το κελί έχει ιστορία πάνω από 1000 χρόνων και συγκεκριμένα από το 930 μ.Χ. Καθοριστικό, όμως, υπήρξε το θαύμα που έγινε το 982 μ.Χ. Εδώ ζούσε ένας γέροντας με τον υποτακτικό του και κάθε Σάββατο βράδυ πήγαιναν στο ναό του Πρωτάτου για την αγρυπνία. Μια μέρα, πήγε ο γέροντας και άφησε μόνο του τον υποτακτικό. Τότε χτύπησε η πόρτα, ήταν ένας άγνωστος μοναχός που του ζητούσε φιλοξενία. Ο υποτακτικός με χαρά προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει. Τα μεσάνυχτα, λοιπόν, όταν σηκώθηκαν για να κάνουν την καθιερωμένη ακολουθία, για πρώτη φορά μετά την «Τιμιότερα» που έψαλε ο υποτακτικός, ακούστηκε από τον άγνωστο μοναχό το «Άξιον εστί».

Ο υποτακτικός ενθουσιάστηκε και ζήτησε από το μοναχό να του το γράψει για να το λέει. Ο μοναχός δέχτηκε και του ζήτησε ένα χαρτί και ένα μολύβι, αλλά ο υποτακτικός δεν είχε. «Φέρτε μου μια πλάκα τότε», είπε ο άγνωστος μοναχός. Πράγματι, λέγεται, ότι του έφεραν μία από το δάπεδο του ναού και έγραψε πάνω το «Άξιον εστί» με κερί. Τότε ο υποτακτικός κατάλαβε το θαυμαστό γεγονός. Ο άγνωστος μοναχός του είπε «είμαι ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Και από εδώ και πέρα να ψάλετε το «Άξιον εστί» στην Παναγία».

Τότε ήρθε ο γέροντας και πήγανε μαζί με τον υποτακτικό την πλάκα στη Σύναξη των Γερόντων στην Επιστασία. Αργότερα, έδωσε εντολή ο Πατριάρχης και η εικόνα έφυγε από εδώ και πήγε στο Πρωτάτο, όπου ορίστηκε να είναι η θαυματουργή προστάτιδα εικόνα του Αγίου Όρους. Η πλάκα, ύστερα από την 4η Σταυροφορία, ήταν στην Κωνσταντινούπολη, μετά χάθηκε και τώρα λένε ότι η μισή υπάρχει στο Βατικανό. Εμείς έχουμε κάνει ήδη διάφορες ενέργειες για να μάθουμε αν αυτό είναι όντως αλήθεια.

Μετά το θαύμα, άνθισε πολύ ο μοναχισμός στο Άγιο Όρος. Άρχισαν να έρχονται πολλοί μοναχοί από όλο τον κόσμο, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Ρώσοι, Έλληνες βέβαια, πιο πολύ όμως Βούλγαροι. Μετά το μπέρδεμα με το ημερολόγιο, άλλοι πήγαιναν με το παλαιό, άλλοι με το νέο, κάποιοι άλλοι έγιναν ζηλωτές. Πρώτα το κελί «Άξιον εστί» έπεσε σε ζηλωτές, μετά είχε ελλιπή διαδοχή και έφτασε σήμερα το ιστορικό αυτό κελί να εγκαταλειφτεί εντελώς. Ήταν εδώ ένα γεροντάκι μόνο του που και πριν 4 χρόνια πέθανε. Εμείς είμαστε εδώ 2 μοναχοί και 2 δόκιμοι περίπου 6 μήνες. Και προσπαθούμε και τον αγώνα τον πνευματικό να κάνουμε, αλλά και να δώσουμε ζωή σε αυτό το κελί.


Η αναστήλωση του κελιού ήταν ο μεγάλος πόθος και του Γέροντα Γαβριήλ, ηγουμένου της μονής Παντοκράτορος, γιατί εκεί ανήκει το κελί. Εμείς είμαστε από ένα μοναστήρι στη Λιβαδειά, τον «Τίμιο Πρόδρομο». Η Παναγία έκανε το θαύμα της, γνωριστήκαμε με το γέροντα, γίναμε μοναχοί εκεί και μας έδωσε αυτό το κελάκι.

- Παρακολουθείτε τα όσα συμβαίνουν στον έξω στο κόσμο;

Έχουμε και συγγενείς έξω, οπότε θέλοντας και μη τα παρακολουθούμε. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μεγάλη απελπισία στον κόσμο. Οι άνθρωποι δεν έχουν που να βρουν ένα αποκούμπι. Αλλά το θέμα είναι ότι αυτή η ιστορία πρέπει να μας κάνει να δούμε την αποστασία μας από το Θεό και ότι αυτό έχει αποτέλεσμα στη ζωή μας ολόκληρη. Γιατί ο Θεός λέει «ακολουθείτε εμένα και όλα τα άλλα θα σας τα δώσω. Σε αυτόν που ζητάει τη Βασιλεία των Ουρανών, όλα τα άλλα θα τα προσθέσω εγώ». Εμείς δεν ζητάμε τη βοήθεια του ουρανού, μας νοιάζει μόνο να περνάμε καλά και έτσι οδηγηθήκαμε εδώ. Αλλά δεν υπάρχει απελπισία, η λύση είναι η μετάνοια, να γυρίσουμε ξανά στο Θεό και όλα θα τα βολέψει εκείνος. Και ο ρόλος της εκκλησίας αυτός είναι, να οδηγεί τον άνθρωπο κοντά στο Θεό. Γιατί ανθρώπινη λύση να βρεθεί, όπως έχουμε δει, είναι πολύ δύσκολο έως και αδύνατο.

- Όποιος από τους αναγνώστες μας θέλει να βοηθήσει στην αναστήλωση του ιστορικού αυτού κελιού, πως μπορεί να το κάνει;

Γι’ αυτό το λόγο κάναμε την εξής ιστοσελίδα www.keliaxionestin.com. Εκεί, όποιος από τους αναγνώστες σας επιθυμεί να μας βοηθήσει, μπορεί να βρει τόσο λογαριασμό τραπέζης, όσο και τηλέφωνο επικοινωνίας για κάθε πληροφορία.

 Πηγή : ΕΔΩ

Ο ακριβής χρόνος της αγγελοφανείας
Για τον καθορισμό του χρόνου της αγγελοφανείας αυτής οδηγούμαστε από δύο σημαντικά στοιχεία:
α) Στην τυπωμένη ακολουθία του «Άξιον έστιν» αναφέρεται; «Το παρόν θαύμα εγένετο επί βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου των αυταδέλφων, των και Πορφυρογεννήτων καλουμένων, υιών Ρωμανού του Νέου εν έτει σωτηρίω 980, Νικολάου δε Χρυοοβέργου πάτριαρχούντος, εν έτει από κτίσεως κόσμου στυγ». Το έτος όμως στυγ (=6490) αντιστοιχεί με το σωτήριον έτος 982 (και όχι με το 980). Οι αυτοκράτορες που μνημονεύονται είναι Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025) και Κωνσταντίνος ο Η’ (1025-­1028).
β) Στο παραπάνω υπόμνημα αναφέρεται ότι το θαύμα έγινε ημέρα Κυριακή και ότι στα παλιά έντυπα μηναία η σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν αναγράφεται την 11η Ιουνίου. Επειδή, όπως φαίνεται, την 11η Ιουνίου έγινε το θαύμα αυτό, τότε η ημερομηνία αυτή
πρέπει να αναζητηθεί στο 982. έτος που η 11η Ιουνίου συμπίπτει με ημέρα Κυριακή.

Η σύνθεση του ύμνου και η λειτουργική του χρήση
Το θεομητορικό μεγαλυνάριο «Άξιον έστιν» αποτελείται από δύο διακεκριμένους ύμνους, απ’ το αγγελοδίδακτο προύμνιο «Αξιον έστιν ως αληθώς, μακαρίζειν Σε την Θεο­τόκον, την αειμακάριστον, και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών» και από τον ειρμό της θ΄ ωδής του κανόνα της Μεγάλης Παρασκευής «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον Σε μεγαλύνωμεν», ποίημα του αγίου Κοσμά του Ποιητού (8ος  αι.).
Ο ύμνος πέρασε απ’ τα τέλη του 10ου  αιώνα σε λειτουργική χρήση και ψάλλεται στη θεία Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου, όποια ημέρα κι αν τελείται αυτή, μετά την εκφώνηση «Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου…» απ’ τον α΄ χορό, στον ήχο που ψάλθηκε και το Χερουβικό.  Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που «καταλίμπάνεται» και ψάλλεται άλλο αντ’ αυτού.
Ψάλλεται επίσης στον Όρθρο και στους δύο Παρακλητικούς κανόνες της Θεοτόκου και αναγιγνώσκεται στις ακολουθίες της Τραπέζης και του Μικρού  Αποδείπνου.
Κατά τήν τοπική αγιορείτικη παράδοση ο αρχάγγελος Γαβριήλ έψαλλε τον ύμνο σε ήχο β΄.

Η ακολουθία στην εικόνα του «Άξιον έστι»
Πλήρη ακολουθία στο «Άξιον έστι» φιλοπόνησε ο  λόγιος ιεροδιάκονος του Ρωσικού Κοινοβίου Βενέδικτος «εύλαβεία τη προς την Κυρίαν Θεοτόκον, αιτήσει των του Πρωτάτου  Εκκλησιαστικών, κατά το 1838».
Εκδόθηκε τέσσερεις φορές στην Αθήνα (1854, 1857, 1890, 1971) και μια στις Καρυές του Αγίου Όρους (1924).  Η μετάφρασή της στα σλαβονικά τυπώθηκε δύο φορές, μια στην Κωνσταντινούπολη (1861) και μια στη Θεσσαλονίκη (1910).
Ο κανόνας είναι γραμμένος σε ήχο δ΄. «Ανοίξω το στόμα μου», Στη θέση του συναξαρίου δημοσιεύεται το υπόμνημα του Πρώτου Σεραφείμ.
Τα δοξαστικά, που τονίστηκαν μουσικά, «αντεγράφηοαν διά χειρός Αβερκίου Μοναχού Αντιπροσώπου Ιεράς Μονής Ξενοφώντος εν έτει 1923».

Η λιτανεία της αγίας εικόνας
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα γίνεται στον ιερό ναό του Πρωτάτου πανηγυρική θεία Λειτουργία και ακολουθεί μεγαλοπρεπέστατη λιτανεία της θαυματουργής εικόνας στα όρια της σκήτης των Καρεών «μετά σκήπτρων και Θείων εικόνων, λαμπαδοφορουμένων ιερέων και διακόνων, μετά μανουολίων και μετά της του σύμπαντος μοναχικού ομηγύρεως ψαλ­λόντων της λαμπράς τα μελλίρυτα άσματα και ευωχίαν παρακλήσεως εν ειθισμένοις τόποις ποιούμενων».
 Η λιτάνευση και περιφορά τηξς εικόνας γίνεται «διά την αγάπην την ιδικήν μας· ήτοι διά να αγιάζη τους οίκους μας· διά να ευλογή τους καρπούς μας· διά να διώκη κάθε βλαβερόν ζωύφιον από τους κήπους και αμπελώνας και δένδρα μας και τελευταίον, διά να καθαρίζη τον αέρα από κάθε νοσηράν αναθυμίασιν, και ούτω να ποιή αυτόν εύκρατον εις την υγείαν των σωμάτων μας».
Συμμετέχουν ο χοροστατών αρχιερεύς, η Ιερά Επι­στασία, οι πολιτικές αρχές και πλήθος κόσμου που συρρέει απ’ τα διάφορα μέρη του Όρους, απ’ τα μοναστήρια, απ’ τις σκήτες και ιδιαίτερα απ’ τα πέριξ των Καρεών κελλία, δείχνοντας έτσι τη θερμή ευλάβεια και το σεβασμό προς την Κοινή Προστάτιδα. Φρουρό και Φύλακα του Ιερού Τόπου Κυρία Θεοτόκο. Προπολεμικά ο αριθμός των ανθρώπων που ακολουθούσε τη λιτανεία περνούσε τις δύο χιλιάδες.
Η διαδρομή της λιτανείας απ’ αρχαιοτάτων χρόνων είναι καθορισμένη και στο Τυπικό της εκτίθεται με κάθε λεπτομέρεια. Στους διάφορους σταθμούς της λιτανείας γίνονται ποικίλες εκφωνήσεις και διάφορες ευχές προς αποτροπή νόσων και επιδημιών που επιπολάζουν στους ανθρώπους και στην καλλιεργούμενη φύση, καθώς και στα ζώα.
Το Τυπικό βρίσκεται γραμμένο σε τρία χειρόγραφα, που φυλάγονται στη βιβλιοθήκη του Πρωτάτου. Το πρώτο γράφτηκε μετά το 1508. Σ’ αυτό αναφέρεται πως η λιτανεία ξεκινάει απ’ την εκκλησία του Πρωτάτου και ακολουθεί τη διαδρομή: Ιβηριτικό κονάκι, πύργος του Μακρή, μονή Κουτλουμουσίου -όπου την υποδέχονται ό ηγούμενος και φορεμένοι ιερείς-, πύργος του Ραβδούχου, μονή του Αλυπίου, σταυρός του Χρυσοστόμου, σταυρός του αγίου Στεφάνου, σταυρός άνωθεν του πνευματικού παπά κυρ- Σάββα, σταυρός του Καπρούλη και του Ψαρά. σταυρός του μεγάλου Αντωνίου και του αγίου Βασιλείου, σταυρός Ζωγραφίτικος, μονή του αγίου Σάββα εις τον πύργον, Ξηροποταμηνό κονάκι και πάλι στη μεγάλη εκκλησία του Πρωτάτου.
Το δεύτερο γράφτηκε το 1851 από τον γνωστό ζωγράφο και εκκλησιάρχη του Πρωτάτου ιερομόναχο Μακάριο Γαλατσιάνο. Το τρίτο γράφτηκε το 1913 και είναι στην πραγματικότητα αντιγραφή του προηγούμενου.
Στα δύο τελευταία Τυπικά προστέθηκαν και μερικοί ακόμη σταθμοί της λιτανείας με ανάλογες εκφωνήσεις: Παντοκρατορινό κονάκι, σταυρός της σκήτης του αγίου Παντελεήμονος, Αγιοπαυλίτικο κονάκι. Ρωσικό κονάκι και «καινό Συνακτικό των Επιστατών». Δε διέρχεται όμως απ’ τον πύργο του Μακρή και ο σταυρός του Καπρούλη μνημονεύεται ως σταυρός του Κιοσκίου.
Ολοι οι μοναχοί έχουν πόθο να διαβεί η χαριτόβρυτη εικόνα κι από τα όρια των δικών τους κελλιών, για να τα ευλογήσει με το πέρασμά της. Σε κάθε κελλί διαβάζεται το σχετικό Ευαγγέλιο και ψάλλεται το τροπάριο του Αγίου, στο όνομα του οποίου τιμάται το κελλί.
Η λιτανεία μέχρι σήμερα συνεχίζεται να τελείται αδιάκοπα και παρά την πολύωρη πορεία την ακολουθούν πολλοί μοναχοί και λαϊκοί τιμώντας τη χάρη της και ζητώντας την ευλογία της, Στα παλιότερα χρόνια, επιστρέφοντας απ’ τη λιτανεία, μετά την τέλεση του Εσπερινού, πήγαιναν «άνω εις τα Κατηχούμενα, και εκεί ητοιμασμένης ούσης Τραπέ­ζης, εφιλεύοντο πάντες οι λιτανεύοντες αδελφοί, φιλία και παρακλήοει μεγάλη».

Θαύματα της εικόνας κατά τη λιτανεία
Στα παραπάνω Τυπικά μνημονεύονται και τα εξής εξαίσια σημεία που έδειξε ο Θεός:
Το έτος 1508 οι μοναχοί του Διονυσιάτικου κελλίου του αγίου Στεφάνου, την ώρα της λιτανείας, εγκατέλειψαν το κελλί, κρύφτηκαν και δεν υποδέχτηκαν την εικόνα της Θεοτόκου ούτε περιποιήθηκαν τους λιτανεύοντες μοναχούς. Το ίδιο βράδυ δυνατή βροχή και χαλάζι αφάνισαν τ’ αμπέλια τους, τα δένδρα και τους κήπους τους, ενώ των γειτόνων τους έμειναν «σώα και ευθαλή». Οι μοναχοί, συναισθανθέντες την αμαρτία τους, έσπευσαν στη μονή Διονυσίου και ανήγγειλαν το γεγονός στον άγιο Νήφωνα, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που βρισκόταν τότε εκεί.  Εκείνος τους επιτίμησε ανάλογα και την επόμενη χρονιά υποδέχτηκαν με τιμή την εικόνα, περιποιήθηκαν τους μοναχούς και πέφτοντας στη γη ζήτησαν συγχώρεση για την περσινή τους συμπεριφορά,
Και οι μοναχοί της μονής Κουτλουμουσίου δυο φορές δεν έλαβαν μέρος στη λιτανεία, λέγοντας ότι «ημείς μοναστήριον μέγιστον έσμεν, και οφείλομεν ιδίως λιτανεύειν, ως και τα άλλα μοναστήρια, και την αρχαίαν ταύτην παράδοσιν των πατέρων ου ποιούμεν». Και «ευθύς η οργή του Θεού ανέβη επ’ αυτούς». Την πρώτη φορά οι αλλόφυλοι τους έκαψαν το καράβι του μοναστηριού και τον αρσανά και τη δεύτερη η νεόδμητη τράπεζα του μοναστηριού μαζί με άλλα κτίσματα κατέπεσαν «αθρόως ως τα Ιεριχούντια τείχη»,

Η εικόνα και το ελληνικό έθνος
Στις 3 Οκτωβρίου 1913 οι αγιορείτες μοναχοί, αφού έκαναν εκτενή δέηση με ολονύκτια αγρυπνία στο ναό του Πρωτάτου, συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα «της αιωνίου και αδιάσπαστου ενώσεως μετά της Μητρός  Ελλάδος», το οποίο υπέγραψαν οι ηγούμενοι και προϊστάμενοι των μοναστηριών, αφού πρώτα έβαζαν τρεις μετάνοιες μπροστά στην «εφέστιο των εφεστίων» εικόνα του Αγίου Όρους και κατασπάζονταν με βαθύτατη συγκίνηση και δάκρυα την πανάχραντο Δέσποινα και έφορο του Άθω. Το έγγραφο αυτό καθαρογράφτηκε, σφραγίστηκε απ’ τη Κοινότητα και τα μοναστήρια και στάλθηκε το μεν πρωτότυπο στον βασιλέα Κωνσταντίνο, «τον επί του Αγίου Όρους διάδοχον των αοιδίμων Αυτοκρατόρων, των ιδρυτών των ιερών μονών», αντίγραφα δε στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, σε όλες τις κυβερνήσεις των  Ορθοδόξων κρατών και στα μέλη «της εν Λονδίνω Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως».
 Η εικόνα του «Άξιον έστι» τυπώθηκε και στις επίσημες ομολογίες του εθνικού αγιορείτικου δανείου του 1931, μετά την ανεκτίμητη προσφορά απ’ τα μοναστήρια του μεγαλύτερου μέρους των αγιορείτικων μετοχίων προς αποκατάσταση των ακτημόνων και των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής.
Το 1963, με αφορμή τον επίσημο εορτασμό της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, η πάνσεπτη εικόνα με απόφαση της  Ιεράς Κοινότητος και με τη συνοδεία μητροπολιτών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, των αντιπροσώπων των μονών, των διακονητών του Πρωτάτου κ.ά. μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την υποδέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές, βαθύτατη ευλάβεια και συγκίνηση. Πλήθος πιοτών της πρωτεύουσας είχαν έτσι την ευκαιρία να προσκυνήσουν τη σεβάσμια και ιστορική εικόνα, που για πρώτη φορά έβγαινε από το ιερό λίκνο της.
Στην εκκλησία του Πρωτάτου γίνονται ημέρα και νύκτα οι ακολουθίες και συνεχίζονται αδιάκοπα οι παρακλήσεις και δεήσεις των μοναχών προς την Καρεώτισσα Θεοτόκο.
Οι ευλαβείς χριστιανοί απ’ την  Ελλάδα και το εξωτερικό στέλνουν ονόματα για μνημονεύσεις και λειτουργίες. Ο μεγάλος αριθμός των προσκυνητών, που καθημερινά έρχεται στις Καρυές για την έκδοση του διαμονητηρίου, παίρνει την ευλογία της αγίας Πρωταΐτισσας.
Οι πολλές δημοσιεύσεις του υπομνήματος, οι εκδόσεις της ακολουθίας, το πλήθος των αντιγράφων και ιδιαίτερα η εξαιρετική διάδοση του αγγελοδίδακτου ύμνου του «Άξιον έστιν» έκαναν σ’ όλο τον κόσμο γνωστή την εικόνα.
Πηγή: Ιουστίνου ιερομ. Σιμωνοπετρίτου, «Άξιον Εστιν» – Η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου, Αγιορείτικα τετράδια 1

Περιγραφή της εικόνας
 
Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας του «Άξιον Εστί» με αργυρή επένδυση του 1836.
Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας του «Άξιον Εστί» με αργυρή επένδυση του 1836.
     Η εικόνα της Παναγίας το «Άξιον Εστί», είναι μια από τις περίφημες αγιογραφίας του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών. Φέρει, μάλιστα, στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών.
      Είναι αγιογραφημένη στα χρόνια της εικονομαχίας. 
     Η εικόνα «Ἄξιον Ἐστί» έχει διαστάσεις 70,5×44 εκ., χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου ήταν πολύ σβησμένη, αλλά μετά από συντήρηση, διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».
      Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη σύμφωνα με τη Βυζαντινή τέχνη, κατά την περίοδο της εικονομαχίας, κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου, έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και απεικονίζει την Θεοτόκο με τη μορφή που είχε λίγο πριν την κοίμησή της.
Γενικά η όλη τεχνοτροπία της εικόνας είναι στα αυστηρά στα πρότυπα της βυζαντινής τέχνης και η όψη της επιβλητική, με γλυκεία σοβαρότητα, γνώρισμα πολλών παλαιών εικόνων.  Κατά το έτος 1836 το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας σκεπάστηκε με λιθοστόλιστο αργυροχρυσωμένο κάλυμμα, θαυμαστής Αγιορείτικης τέχνης (υποκάμισο), το οποίο φέρει στο εξωτερικό της περίβλημα τις σφραγίδες των είκοσι μονών.
      Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι η Υπέραγνη Μητέρα του Θεού κρατά τον Ιησού Χριστό (παιδί) στη δεξιά αγκαλία της. Είναι ο τύπος της Θεοτόκου Δεξιοκρατούσας. Το αριστερό χέρι του Ιησού εισχωρεί κάτω από το μαφόριο και του κουκούλιο της Θεοτόκου, προς τον κόρφο και την καρδιά της. Αυτό δείχνει και την εξάρτηση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από την τροφό Μητέρα Του. Ο Ιησούς Χριστός κρατά ειλητάριο στο δεξί χέρι Του που γράφει την προφητεία του προφήτου Ησαϊα "61.1   ). Εικόνες όπως αυτή χρησιμοποιήθηκαν κατά των αιρετικών, για την εικονογραφική διακήρυξη και διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας μας περί της Ενανθρωπίσεως του Θείου Λόγου. (Πηγή : ΕΔΩ)

Λεπτομέρεια του προσώπου της Παναγίας «Άξιον Εστί».
Λεπτομέρεια του προσώπου της Παναγίας «Άξιον Εστί».
Επί της εικόνας αυτής, έγιναν κατά καιρούς πλείστα πιστά αντίγραφα στην αγιορείτικη τέχνη, ανά ένα εκ των οποίων βρίσκεται σε κάθε Μονή του Άθωνα.

Εορτάζει, με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα, τη Δευτέρα του Πάσχα και στις 11 Ιουνίου σε ανάμνηση του κάτωθεν θαύματος, αρχή της φήμης της εικόνας και ως θαυματουργής.

Το ιστορικό του Αγγελικού ύμνου σε εικονογράφηση.
Το παρακάτω ιστορικό γράφηκε ως υπόμνημα από τον ιερομόναχο Σεραφείμ τον Θυηπόλο το 1548 μ.Χ., ο οποίος υπήρξε Πρώτος του Αγίου Όρους, και το διέσωσε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
Στη Σκήτη του Πρωτάτου, που βρίσκεται στις Καρυές του Αγ. Όρους, κάτω από τη ρωσική Σκήτη του Αγ. Ανδρέα, κοντά στην τοποθεσία της Ι. Μονής Παντοκράτορος, υπάρχει μια χαράδρα μεγάλη που έχει διάφορα κελιά.
Το κελλί «Άξιον Εστί» στις αρχές του 20ου αιώνα.
Το κελλί «Άξιον Εστί» στις αρχές του 20ου αιώνα.
Σε ένα από αυτά τα κελιά, που ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κατοικούσε ένας ενάρετος Ιερομόναχος γέροντας με τον υποτακτικό του. Κατά το βράδυ ενός Σαββάτου ο Γέροντας αποφασίζει να πάει στην αγρυπνία στη μονή και αφήνει τον υποτακτικό στο κελί να αναγνώσει την ακολουθία μόνος του.
Αφού ήρθε το βράδυ, ακούει ο υποτακτικός να χτυπάει κάποιος την πόρτα του κελιού. Πήγε, την άνοιξε και είδε κάποιον ξένο και άγνωστο μοναχό, ο οποίος αφού παρακάλεσε, μπήκε και έμεινε εκείνη τη βραδιά στο κελί.
Την ώρα του όρθρου σηκώθηκαν και έψαλλαν και οι δύο την ακολουθία. Όταν όμως ήλθαν στην Τιμιωτέραν των Χερουβείμ, ο υποτακτικός έψαλλε ως τέλους τον ύμνο, ενώ ο ξένος μοναχός στάθηκε μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου και με περισσή ευλάβεια και φόβο κάνοντας άλλη αρχή του ύμνου τον έψαλλε ως εξής:
«Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς,
μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον,
τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον,
καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν».
Και μετά επισύναψε και την Τιμιωτέραν, ποίημα του αγίου Κοσμά του Ποιητού (8ος  αι.), μέχρι τέλους.
«Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ
καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ
τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν,
τὴν ὄντως Θεοτόκον,
σὲ μεγαλύνομεν».
Όταν το άκουσε αυτό ο υποτακτικός, ενθουσιάστηκε αφ’ ενός για το νέο ύμνο και αφετέρου για την Αγγελοειδή φωνή και ουράνια μελωδία που άκουσε. Είπε, λοιπόν, στον ξένο μοναχό ότι δεν είχε ακούσει ποτέ τον ύμνο αυτό και του ζήτησε να τον καταγράψει, για να μπορεί να τον ψέλνει και ο ίδιος στην Παναγία.
Επειδή όμως ο υποτακτικός δεν είχε μελάνι και χαρτί έφερε στον άγνωστο μοναχό μια πλάκα (μάλιστα λέγεται ότι η πλάκα αυτή ήταν από το δάπεδο του ναού κάτι που είναι πολύ πιθανόν).
Την πήρε λοιπόν ο ξένος, και έγραψε πάνω σ’ αυτήν με το δάκτυλο του τον παραπάνω ύμνο, το Άξιον Εστίν. Και ώ του θαύματος!!! Τα γράμματα χαράχθηκαν τόσο βαθιά πάνω στην σκληρή πλάκα σαν να γράφτηκαν σε μαλακό πηλό.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ χαράσσει το Άξιον Εστί.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ χαράσσει το Άξιον Εστί.
Και ποιος να περιγράψει την έκπληξη του υποτακτικού που βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το εξαίσιο γεγονός. Δίκαια στάθηκε εμβρόντητος και παρέλαβε την πλάκα από τον ξένο, ο οποίος του είπε ότι από σήμερα και στο εξής, έτσι πρέπει να ψάλλετε αυτό τον ύμνο και εσείς, αλλά και όλοι οι Ορθόδοξοι, στην Κυρία ημών Θεοτόκο. Και μετά εξαφανίστηκε. Ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, απεσταλμένος από το Θεό, για να αποκαλύψει τον αγγελικό αυτό ύμνο στην ανθρωπότητα.
Ο υποτακτικός μοναχός δοκιμάζοντας έκπληξη στην έκπληξη και χαρά στην χαρά, προσκύνησε τον τόπο όπου στάθηκε ο Άγγελος και ξεφώνησε: «Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος τον Άγγελο Αυτού» και ατενίζοντας την εικόνα της Θεοτόκου «Δεδοξασμένα ελλαλήθη περί σού η πόλις του Θεού, Δέσποινα μου Μαρία».
Αφού επέστρεψε και ο Γέροντας από την αγρυπνία στο κελί, άρχισε ο υποτακτικός να του διηγείται τα συμβαίνοντα και να του ψάλλει το Άξιον Εστίν, όπως του παρήγγειλε ο Άγγελος, και στη συνέχεια του έδειξε και την πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. Ο Γέροντας ακούγοντας και βλέποντας όλα αυτά, έμεινε εκστατικός απέναντι στο θαύμα αυτό.
Πήραν και οι δύο την αγγελοχάρακτη πλάκα και πήγαν στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους. Την έδειξαν στον Πρώτο αλλά και στους Γέροντες της Κοινής Σύναξης, και τους διηγήθηκαν όλα τα γενόμενα. Αυτοί δόξασαν το Θεό και ευχαρίστησαν τη Κυρία Θεοτόκο για το εξαίσιο αυτό Θαύμα. Αμέσως, έστειλαν την πλάκα στην Κωνσταντινούπολη στον Πατριάρχη και στον Αυτοκράτορα, αφού τους έγραψαν και γράμματα που εξιστορούσαν όλη την υπόθεση του γεγονότος.
Μπροστά στους Γέροντες της Κοινής Σύναξης.
Μπροστά στους Γέροντες της Κοινής Σύναξης.
Από τότε και μετά ο Αγγελικός αυτός ύμνος διαδόθηκε σε όλη την Οικουμένη και ψάλλεται στη Θεομήτορα από όλους τους Ορθοδόξους.  Η δε εικόνα της Παναγίας, που βρισκόταν στην Εκκλησία του κελιού στο οποίο έγινε αυτό το Θαύμα, με κοινή απόφαση των Πατέρων αποφασίσθηκε να μεταφερθεί στο Ιερό Βήμα του Πρωτάτου.
Έτσι, αφού συνήχθησαν πολλοί Πατέρες, έκαναν μια μεγαλειώδη λιτανεία, όπως άρμοζε στην περίπτωση, και αφού πήγαν στο κελί, όπου είχε λάβει χώρα το Θαύμα, προσκύνησαν την εν λόγω Ιερά Εικόνα της Θεομήτορος. Στη συνέχεια, την λιτάνευσαν προς την Εκκλησία του Πρωτάτου και όταν έφθασαν στον Ναό την απέθεσαν στον κυρίως Ιερό Ναό και αμέσως τέλεσαν αγρυπνία εις δόξα και τιμή της Θεομήτορος και του Υπηρέτη Αυτής Μεγίστου Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Έπειτα, αφού την έλαβαν σαν τίμιο αγίασμα, χρυσοπορφύρωτο κιβωτό και τιμαλφέστατο θησαυρό, με την δέουσα τιμή και ευλάβεια, την εισήγαγαν στο Ιερό Βήμα σύμφωνα με την προσυμφωνηθείσα απόφαση και την ενθρόνισαν στο Ιερό σύνθρονο του Αγίου Βήματος πίσω από την Αγια Τράπεζα, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα, σαν σε θρόνο βασιλικό.
Λιτάνευση της εικόνας Άξιον Εστί πριν ενθρόνισή της στο Ιερό σύνθρονο του Αγίου Βήματος.
Λιτάνευση της εικόνας Άξιον Εστί πριν ενθρόνισή της στο Ιερό σύνθρονο του Αγίου Βήματος.
Από τότε η Ιερά αυτή εικόνα πήρε την ονομασία του αγγελικού ύμνου «Άξιον Εστίν», επειδή μπροστά στην εικόνα αυτή ψάλθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγελο ο ύμνος αυτός.
Το κελί πήρε την επωνυμία «Άξιον Εστί», ενώ η χαράδρα (η τοποθεσία) που βρίσκεται το κελί ονομάζεται από όλους μέχρι σήμερα «Άδειν» (δηλαδή, ψάλλειν), επειδή εκεί για πρώτη φορά ψάλθηκε ο αγγελικός αυτός ύμνος.
Το θαύμα αυτό είναι παλαιό και έγινε το 980 μ.Χ., επί της Βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου των αυταδέλφων, που ονομαζόντουσαν και Πορφυρογέννητοι, υιών του Ρωμανού του νέου και επί πατριαρχίας Νικολάου του Χρυσοβέργου.