Μία εορτάσιμη ημέρα, ύστερα από τρεις μήνες εγκλεισμού του (γέροντος Ιωσήφ), έστειλε τον πατέρα Αρσένιο να κοινωνήσει λέγοντάς του :
«Πήγαινε εσύ. Εγώ δεν θα έρθω, γιατί δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου. Θα μείνω εδώ και θα συνεχίσω την ευχή. Εσύ πήγαινε στην Εκκλησία.»
Έτσι κάθησε στο κελάκι του λυπημένος, διότι δεν θα μπορούσε να κοινωνήσει.
Έφυγε ο πατήρ Αρσένιος, ενώ αυτός έμεινε σκυμμένος στο σκοτεινό και μικρό κελάκι του και έλεγε την ευχή έχοντας βάλει τον νου μέσα στην καρδιά του. «Μου ήρθε τότε κάτι σαν παράπονο και είπα εις τον εαυτό μου : Ταλαίπωρε άνθρωπε, από τις αμαρτίες σου είσαι ανάξιος να κοινωνήσεις ! Όλοι οι άλλοι πατέρες θα κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων, ενώ εσύ που είσαι άχρηστος δεν θα κοινωνήσεις».
Εκεί που καθόταν λοιπόν, κλαίγοντας και ελεεινολογώντας τον εαυτό του, ξαφνικά πλημμύρισε το κελάκι του από φως. Άνοιξε η στέγη του και κατέβηκε ένας νέος άνθρωπος με φτερά και στάθηκε μπροστά του, ήταν Άγγελος Κυρίου. «Ε, μόλις που μπορούσα να τον δώ, με την όψι του ως αστραπή που ήταν. Έβαλε μέσα εις τον κόρφο του το χέρι του και έβγαλε ένα όμορφο κουτάκι, στρογγυλό, φωτεινό, όλο άπλετο Φως ήταν, το Φως του άλλου κόσμου. Τότε ο Άγγελος άνοιξε το κουτάκι με προσοχή και μου ένευσε να ετοιμασθώ και πήρε από μέσα μια μερίδα Άρτου με τη λαβίδα.
Ευρισκόμενος υπό την επήρεια του πνευματικού αυτού φαινομένου και του μυστηρίου της Χάριτος της οπτασίας κατάλαβα αθέλητα και χωρίς να σκεφθώ -διότι σε αυτές τις στιγμές ο άνθρωπος παύει να σκέφτεται και να αισθάνεται κατά το σύνηθες- έκαμα αυτό που ο Θεός μου έλεγα να κάνω : άνοιξα το στόμα μου και με κοινώνησε λέγοντας : «Σώμα και Αίμα Χριστού, μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Ιωσήφ μοναχός». Μετά, μου χαμογέλασε σεμνά ο Άγγελος, έκλεισε το σκεύος και ανελήφθη δια της στέγης. Έπειτα έγινε πάλι σκότος εις το δωμάτιό μου».
Έσκυψε πάλι το κεφάλι του ο Γέροντας και άρχισε την προσευχή ! Ομολογούσε μετά ότι : «τόση χαρά και ευτυχία ένοιωθα, που ποτέ μου αυτή την Χάρι δεν τη γεύτηκα ! Μια εβδομάδα, δεν ένοιωθα ούτε ανάγκη για φαγητό και νερό. Έπαυσε κάθε λειτουργία του σώματός μου».
Ο Γέροντας Ιωσήφ αποτελεί για μας τους «ογδοϊτες» μεγάλο στήριγμα, και τούτο γιατί με τον βίο του επιβεβαίωσε και επισφράγισε τα νηπτικά βιώματα.
Ο σύγχρονος χριστιανός διαβάζοντας ότι ορισμένοι ξακουστοί ασκητές, που ζούσαν στην «έρημο», χωρίς ποτέ τους να συναντούν ανθρώπους, είχαν αξιωθεί της δωρεάς να μεταλαμβάνουν της Θείας Κοινωνίας από Αγγέλους, εξ αιτίας της γενικής χλιαρότητας δυσπιστεί σ' αυτού του είδους τις μαρτυρίες. Ιδού όμως που και στις μέρες μας φανερώνονται γενναίες ψυχές, με πύρινο πόθο Θεού και βαθιά ταπείνωση, με μεγάλη άσκηση και αυταπάρνηση, που καταξιώνονται των ιδίων δωρεών. Και έτσι, το παράδειγμα του Γέροντος Ιωσήφ μας διδάσκει με βροντερή φωνή πως η αγιότητα και τα χαρίσματα των Μεγάλων Πατέρων, είναι κατορθωτά σε κάθε εποχή, ακόμη και στη δική μας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεϊτου, «Ο Γέροντας μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959», έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου Αριζόνας ΗΠΑ, σελ. 115, 2008.