Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ (Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΛΙΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ) : ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ - ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ
 
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ϛ´ 1 - 10
1 Συνεργοῦντες δὲ καὶ παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς· 2 - λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας - 3 μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, 4 ἀλλ’ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, 5 ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, 6 ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, 7 ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, 8 διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, 9 ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, 10 ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες. 

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Ι. ΚΟΛΙΤΣΑΡΑ
 1 Συνεργαζόμενοι δε με τον Θεόν δια να συμφιλιωθή με αυτόν ο κόσμος, σας παρακαλούμεν να προσέξετε, μήπως ματαίως και ανωφελώς δεχθήτε την χάριν του Θεού. 2 Αι ευκαιρίαι της σωτηρίας παρέρχονται. Διότι η Γραφή λέγει· “εις κατάλληλον και ευπρόσδεκτον καιρόν σε ήκουσα και σε εδέχθην και εις περίοδον, που προσφέρεται προς σωτηρίαν, σε εβοήθησα”. Ιδού τώρα είναι ο κατάλληλος και ευπρόσδεκτος καιρός, ιδού τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας. 3 Τωρα και ημείς ως πρεσβευταί του Θεού μεσιτεύομεν και παρακαλούμεν να δεχθήτε την σωτηρίας, χωρίς να δίδωμεν εις κανένα ουδεμίαν αφορμήν προσκόμματος, δια να μη γίνη κατά κανένα τρόπον θέμα μομφής και εμπαιγμού η διακονία, που μας ανέθεσεν ο Κυριος. 4 Αλλά τουναντίον εις κάθε περίστασιν και με κάθε έργον συσταίνομεν και προβάλλομεν τους εαυτούς μας σαν γνησίους υπηρέτας του Θεού με πολλήν υπομονήν, με θλίψεις, με ανάγκας, με στενοχωρίας, 5 με δαρμούς, με φυλακίσεις, με συνεχείς μετακινήσεις-είτε ένεκα των διωγμών είτε ένεκα των αναγκών του έργου μας-με κόπους, με αγρυπνίας, με νηστείας, 6 με αγνότητα από κάθε μολυσμόν, με την άδολον γνώσιν της αληθείας, με την μακροθυμίαν, με ημερότητα και καλωσύνην, με τας δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, με αγάπην ειλικρινή και άδολον, 7 με το κήρυγμα, δια του οποίου εξαγγέλεται η αλήθεια, με την δύναμιν του Θεού, με τα όπλα της δικαιοσύνης τα δεξιά, σαν εκείνα που κρατούν οι επιτιθέμενοι κατά την μάχην, και με τα όπλα τα αριστερά, σαν εκείνα που κρατούν οι αμυνόμενοι με το αριστερόν των χέρι, όπως είναι η ασπίδα. 8 Μαρτυρούμεν και βεβαιώνομεν επάνω εις τα πράγματα ποίοι είμεθα με την δόξαν, την οποίαν ο Θεός και οι πιστοί άνθρωποι μας αποδίδουν, αλλά και με την περιφρόνησιν εκ μέρους των απίστων, με την δυσφήμησιν εκ μέρους των διαβολέων, με τον έπαινον και την καλήν φήμην εκ μέρους των πιστών, με την κατηγορίαν εκ μέρους των απίστων ότι είμεθα απατεώνες και με την ομολογίαν εκ μέρους των πιστών ότι είμεθα ειλικρινείς. 9 Εργάται του Ευαγγελίου ημείς ζώμεν εν μέσω του κόσμου ως άγνωστοι δια την ασημότητα ημών, αλλά και ως πολύ καλά γνωστοί από τους πιστούς δια το έργον μας, ως κινδυνεύοντες κάθε ημέραν να αποθάνωμε, αλλ' ιδού ότι ζώμεν, ως βασανιζόμενοι και τιμωρούμενοι, αλλά και μη θανατούμενοι έως τώρα, 10 ως άνθρωποι, που είμεθα συνεχώς βυθισμένοι εις την λύπην, ημείς οι οποίοι εν τούτοις εις την πραγματικότητα πάντοτε χαίρομεν, ως πτωχοί οι οποίοι κάμνομεν πολλούς άλλους πλουσίους, ως άνθρωποι ποι δεν έχομεν τίποτε και όμως κατέχομεν τα πάντα. 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 1 - 11
1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ. 
  
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Ι. ΚΟΛΙΤΣΑΡΑ
1 Ενώ δε τα πλήθη τον περιτριγύριζαν εις πυκνάς μάζας και τον εστρίμωχναν, δια να ακούουν τον λόγον του Θεού, αυτός εστέκετο πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ. 2 Και είδε δύο πλοία αραγμένα και ακίνητα εκεί κοντά εις την λίμνην· οι ψαράδες είχαν βγη από αυτά και έπλυναν τα δίκτυα εις την παραλίαν. 3 Και αφού εμπήκε εις ένα από αυτά, που ανήκε στον Σιμωνα, τον παρεκάλεσε να προχωρήση εις μικράν απόστασιν από την ξηράν. Και καθίσας εδίδασκε από το πλοίον τα πλήθη του λαού. 4 Οταν δε έπαυσε να ομιλή, είπε στον Σιμωνα· “ξαναφέρε το πλοίον πάλιν εις τα ανοικτά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυά σας για ψάρεμα”. 5 Και αποκριθείς ο Σιμων του είπε· “διδάσκαλε, όλην την νύκτα, που είναι κατάλληλες οι ώρες για ψάρεμα, εκοπιάσαμε ρίχνοντες τα δίκτυα και δεν επιάσαμε τίποτε. Αλλά, θα υπακούσω στον λόγον σου και θα ρίξω το δίκτυ”. 6 Και αφού έκαμαν τούτο, έκλεισαν πολύ πλήθος ιχθύων· ήρχισε δε να σχίζεται το δίκτυον από το πολύ βάρος. 7 Και επροσκάλεσαν με νεύματα τους συνεταίρους των, που ήσαν στο αλλο πλοίον, να έλθουν, δια να πιάσουν μαζή με αυτούς τα δίκτυα με τα ψάρια. Και εκείνοι ήλθαν και εγέμισαν και τα δύο πλοία τόσον πολύ, ώστε εκινδύνευσαν να βυθισθούν. 8 Οταν δε ο Σιμων είδε το θαυμαστόν αυτό γεγονός, έπεσε κάτω εμπρός εις τα γόνατα του Ιησού και είπε· “Κυριε, έβγα από το πλοίον μου, διότι εγώ είμαι ένας άνθρωπος αμαρτωλός και δεν μου αξίζει να ευρίσκομαι τόσον κοντά σου”. 9 Τα είπε δε αυτά, διότι κατέλαβε αυτόν και όλους εκείνους, που ήσαν μαζή του, μεγάλη έκπληξις, δια το πλήθος των ψαριών, που είχαν κλείσει εις τα δίκτυα. 10 Η ίδια δε έκπληξις κατέλαβε τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, που ήσαν συνεταίροι του Σιμωνος. Και είπεν ο Ιησούς προς τον Σιμωνα· “μη φοβάσαι· από τώρα θα πιάνης με τα δίκτυα του κηρύγματός σου ζωντανούς ανθρώπους και θα τους οδηγής εις την βασιλείαν των ουρανών”. 11 Και αφού έφεραν πάλιν εις την ξηράν τα πλοία, αφήκαν ολα, και ψάρια και δίκτυα και πλοία, και ηκολούθησαν ως πιστοί μαθηταί τον Χριστόν. 

ΠΗΓΗ : ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ




 Περί ἐργασίας. (27-09-81)