«Γιά νά δεῖτε ποῦ εἶναι ἡ σταθερότητα ἡ οἰκονομική, αὐτό τό λέει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Νηστεία, σταθερότης ἀγορᾶς».
(Σειράχ, ὁμιλία 40η)
Συλλογή ἀναφορῶν
τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
γιά τήν οἰκονομία
γιά τήν οἰκονομία
Πρόλογος
Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος μᾶς ἄφησε μία μεγάλη πνευματική κληρονομιά. Μᾶς παρέδωσε ἕναν τεράστιο ἀριθμό κατηχητικῶν ὁμιλιῶν, κατανεμημένων σέ διαφορετικές θεματικές σειρές.
Ἀκούσαμε καί συλλέξαμε ἀπό μεγάλο ἀριθμό ὁμιλιῶν, κατά τήν κρίση μας, ἐνδεικτικές ἀναφορές του, ποῦ μᾶς ἔκαναν ἰδιαίτερη ἐντύπωση καί ἀφοροῦσαν θέματα οἰκονομίας, πλούτου, κληρονομικά, περιουσιακά, ἐργασιακά. Τίς παρουσιάζουμε καί εὐελπιστοῦμε νά γίνουν ἀφετηρία προβληματισμοῦ καί θεολογικῆς ἑρμηνείας τῆς οἰκονομικῆς κρίσης πού περνᾶ ἡ χώρα μας.
Στό τέλος κάθε ἀναφορᾶς ὑπάρχει ἡ παραπομπή της, προκειμένου νά μπορεῖ ὁ κάθε ἀναγνώστης νά ἀνατρέξει στή συγκεκριμένη σειρά καί ὁμιλία γιά περαιτέρω ἐμβάθυνση.
Εἴθε ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός δι΄εὐχῶν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντά μας π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου να εὐλογήσει τήν πνευματική καρποφορία στις ψυχές ὅλων μας.
Εἰσαγωγή
Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος ἔζησε τή φοβερή πεῖνα τοῦ 1941 στήν Κηφισιά, ὅπου κατοικοῦσε στά παιδικά του χρόνια. Εὐκαίρως-ἀκαίρως συμβούλευε πώς δέν πρέπει νά πετᾶμε στά σκουπίδια ἀγαθά καί ἰδιαίτερα τρόφιμα, στηριζόμενος στό λόγο τοῦ Χριστοῦ «ἵνα μή τί ἀπόληται», τίποτα νά μή χάνεται, διαφορετικά ὡς χώρα, ἔλεγε, θά πάθουμε κάποια καταστροφή. Πόσο ἐπίκαιρος καί προφητικός μπορεῖ νά εἶναι σήμερα ὁ λόγος του, ὅταν ἡ χώρα μας διέρχεται περίοδο σοβαρότατης οἰκονομικῆς κρίσης!
Στήν Κηφισιά, ἐπίσης, γνώρισε τήν ἀλαζονεία πολλῶν πλουσιότατων ἀνθρώπων. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι κάποια στιγμή ἔπαψαν νά ὑπάρχουν. Καί θεολογοῦσε στήν ἱστορία τους, λέγοντας πώς ὁ πλοῦτος δέν γνωρίζει ἀφέντη, φεύγει, παράγει, περνᾶ.
Ἰδιαίτερη μνεία ἔκανε καί σε θέματα περιουσιακῶν καί κληρονομικῶν διαφορῶν, συμβουλεύοντας παραίτηση ἀπό διεκδικήσεις, γιατί, ὄπως ἔλεγε: «Ὁ Θεός θά σᾶς ἀποζημειώσει ἀπό ἀλλοῦ».
Μήπως ἡ πατερική συμβουλή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Νηστεία, σταθερότης ἀγορᾶς» εἶναι τό κλειδί γιά ἔξοδο ἀπό τήν οἰκονομική κρίση; Ὁ πατερικός θεόπνευστος λόγος πάντα ἐπίκαιρος στό χθές, στό σήμερα, στό αὔριο!
«Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει πώς «ἡ νηστεία εἶναι σταθερότης ἀγορᾶς».
(Σειράχ, ὁμιλία 238η)
«Ἄν ὁ ἑλληνικός λαός νήστευε τίς σαρακοστές του, δέν θά ὑπῆρχε ποτέ πρόβλημα εἰσαγωγῆς τυριοῦ, κρεάτων καί δέν ξέρω τί ἄλλα πράγματα. Ἄν νήστευε ὁ ἑλληνικός λαός … Γιά νά δεῖτε ποῦ εἶναι ἡ σταθερότητα ἡ οἰκονομική, καί αὐτό τό λέει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Νηστεία, σταθερότης ἀγορᾶς». Ὀρθοτάτη παρατήρηση. Νά, σαράντα τά Χριστούγεννα, πενῆντα τό Πάσχα, ἴσον ἐνενῆντα μέρες, καί ἄλλες δεκαπέντε μέ τριάντα, παραπάνω ἀπό τό ἕν τρίτον. Φτάνομε τό μισό χρόνο, νά μή φᾶμε κρέας!».
(Σειράχ, ὁμιλία 40ή)
«Σᾶς εἶπα ὅτι φοβοῦμαι, πολύ φοβοῦμαι, πάρα πολύ, μήπως καί στόν τόπο μας ἔρθει κάποια καταστροφή, νά μέ θυμᾶστε, ἐκτός ἄν μετανοήσομε. Ἀλλά πολύ τό φοβᾶμαι, ὅλος αὐτός ὁ πλεονασμός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, πού τά πετᾶμε καί στά σκουπίδια τά ὑλικά μας ἀγαθά, πολύ μέ φοβίζει. Χωρίς νά σᾶς πῶ ὅτι μᾶς ἐμποδίζει καί ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πού εἶπε: «ἵνα μή τί ἀπόληται», τίποτα νά μή χάνεται, ἀλλά νά ὑπάρχει πνεῦμα οἰκονομίας. Ἀλλά ποιός κάνει οἰκονομία; Κανένας δέν κάνει οἰκονομία, μόνο οἱ σώφρονες ἄνθρωποι. Φοβοῦμαι ὅμως, πώς οἱ σώφρονες ἄνθρωποι εἶναι λίγοι!».
(Χριστιανική Ἀνθρωπολογία, ὁμιλία 51η)
«Ἡ πεῖνα,ἀγαπητοί μου, εἶναι κακός σύμβουλος. Τό ἔχω πεῖ αὐτό σέ ὅλες τίς δεκαετίες τῆς ζωῆς μου, γιατί εἶδα τί θά πεῖ πεῖνα. Κακός σύμβουλος, διότι μετέρχεται τίς πιό ἀθέμιτες καταστάσεις καί παραδίδεται στά φοβερότερα πάθη, ὅπως ἡ προδοσία, ἡ δολοφονία, ἡ πορνεία, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς».
(Ἰεζεκιήλ, ὁμιλία 7η)
«Τόν μαυραγοριτισμό τόν εἴδαμε μέ τά ἴδια μας τά μάτια, εἶναι ἀνέντιμο πρᾶγμα, εἶναι φοβερό πρᾶγμα! Τό κρύβεις, ὁ ἄλλος πεθαίνει ἀπό τήν πεῖνα καί τοῦ ζητᾶς χρήματα. Ὅταν εἶχε ἀποκλειστεῖ, στήν ἐπανάσταση τοῦ ’44, τό κεντρικό μέρος τῆς Ἀθήνας, ἐκεῖ, κάπου στό Κολωνάκι, ἕνας τενεκές νερό, γιατί δέν λειτουργοῦσε τό δίκτυο ὕδρευσης, ἕνας τενεκές νερό πωλοῦνταν μία χρυσή λίρα! Ἁπλῶς σᾶς λέω κάποια πράγματα πού τά θυμᾶμαι ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη. Θυμᾶμαι, γιατί τό εἶχα σημειώσει σέ ἕνα ἡμερολόγιο πού κρατοῦσα. Ὅταν οἱ Γερμανοί ἔφυγαν ἀπό τήν Ἑλλάδα τό ’44, ὁ πληθωρισμός ἔφερε τίς τιμές σέ παμμέγιστα ὕψη. Ἕνα αὐγό κόστιζε 200.000.000! [γελᾶ]. Μόλις ἔφυγαν οἱ Γερμανοί καί ἀποκτήσαμε κυβέρνηση, ἔκοψαν τά 8 μηδενικά καί ἔγινε δύο δραχμές!».
(Σειράχ, ὁμιλία 222η)
«Θυμᾶμαι, στήν κατοχή, στό τραπέζι ἀφήναμε πάντα μία μπουκιά ψωμί, γιά νά εὐλογήσομε, γιατί τά τρώγαμε ὅλα, ὅ,τι ὑπῆρχε πάνω στό τραπέζι, ἦταν κατοχή. Μία μπουκιά ἔστω, γιατί; Νά εὐλογηθεῖ καί ἔτσι ὁ Θεός νά μᾶς δώσει καί στό προσεχές τραπέζι νά φᾶμε. Πάντως, «ἡ αὐτάρκεια καί ἡ εὐσέβεια μαζί εἶναι σπουδαῖο στοιχεῖο καί πορισμός μέγας». Πορισμός θά πεῖ πλοῦτος, μεγάλος πλοῦτος».
(Σειράχ, ὁμιλία 282η)
«Γιατί οἱ Ἑβραῖοι ἔμειναν ἑβδομῆντα χρόνια αἰχμάλωτοι στή Βαβυλῶνα; Σᾶς τό ἔχω πεῖ, τό ξέρετε, ἀλλά δέν πειράζει, σᾶς τό ὑπενθυμίζω. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπό τόν καιρό πού πῆραν τό Νόμο ὅτι ἔπρεπε νά φυλάσσουν τίς ἑορτές καί τά Σάββατα ὡς ἀργίες, μέχρι τόν 6ο αἰῶνα πού ἔγινε ἡ αἰχμαλωσία, κάπου ἐννιακόσια χρόνια, οἱ ἀργίες δέν ἦταν μόνο τά Σάββατα, ἦταν καί ἄλλες ἀργίες, τῶν ἑορτῶν. Αὐτές, τό λέει ὁ Θεός, ἦταν σύνολο οἱ γιορτές πού καταπατήθηκαν, σύνολο ἑβδομῆντα χρόνια! Τί λέτε, θά πᾶτε στό χωράφι σας νά ὀργώσετε, νά σπείρετε τήν Κυριακή; Ἀδελφοί μου, προσέξτε! Ὅταν τό πρωτοδιάβασα αὐτό στήν Ἁγία Γραφή, τρόμαξα. Ὄχι! Θά τηρήσουμε τίς ἀργίες, γιά νά ἔχομε τήν εὐλογία. Καί λέει ὁ Θεός: «Καί τώρα, ἑβδομῆντα χρόνια ἐκεῖ στή Βαβυλῶνα, ὅταν δέ θά ὑπάρχουν τά ἐργατικά χέρια, γιά νά σπείρουν σιτάρι καί ἄλλους καρπούς καί νά φυτέψουν ἀμπέλια, ἡ γῆ θά ξεκουραστεῖ, γιατί τήν κούρασες μέ τό νά τήν καταπατεῖς, ἐργαζόμενος τή γῆ τίς ἡμέρες τῶν ἀργιῶν». Ἄν μπορεῖτε, μή φοβηθεῖτε … Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός! Φοβερό ! Φοβερό !».
(Ἠσαΐας, ὁμιλία 11η)
«Ἀποστολικές Διαταγές», 8ο βιβλίο. Ἀκοῦστε τί συμβουλεύουν οἱ «Ἀποστολικές Διαταγές», ἀρχαῖο βιβλίο, γιά τό πενθήμερο: «Ἐργαζέσθωσαν οἱ δοῦλοι πέντε ἡμέρας, Σάββατον δέ καί Κυριακήν σχολαζέτωσαν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διά τήν διδασκαλίαν τῆς εὐσεβείας[εὐσέβεια λέγεται ὁ Χριστιανισμός, διδασκαλία εἶναι τό κήρυγμα, ὅλη μέρα θά πᾶνε νά ἀκούσουν κήρυγμα, κατήχηση]. Τό μέν γάρ Σάββατον, εἴπομεν δημιουργίας λόγον ἔχειν, τήν δέ Κυριακήν Ἀναστάσεως. [Σάββατο ἔχομε τή δημιουργία, καταπαύει ὁ Θεός, καί κατόπιν τήν Κυριακή ἔχομε τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως]».
(Ἠσαΐας, ὁμιλία 71η)
«Πολλές φορές συναντῶ ἀνθρώπους πού μοῦ λένε ὅτι τά οἰκονομικά τους δέν πᾶνε καθόλου καλά, ὅτι κινδυνεύουν, ὅτι, ὅτι, ὅτι … Λέγω: «Ἄν δέν εἶμαι ἀδιάκριτος, ἐρωτῶ, τί μισθό ἔχεις;», καί μοῦ λέει: «Tόσα». «Λοιπόν, ἄν μετροῦσες καί ξαναμετροῦσες, κατά τήν παροιμία «μία μετρᾶμε καί δέκα κόβουμε», δέ θά ὑπῆρχε περίπτωση νά πτωχεύσεις». Ἔ … μπορεῖ νά ἔχομε ἀτύχημα κτλ., ἀλλά κανονικά, ἄν εἴχαμε ἕνα νοικοκυρεμένο σπίτι … ».
(Ἠσαΐας, ὁμιλία 87η)
«Ἐπικατάρατος ὁ μεταθέτων ὅρια τοῦ πλησίον αὐτοῦ». Ὅταν βάζεις τά σύρματά σου πιό πέρα, γιά νά πάρεις τό χωράφι ἀπό τόν πλαϊνό σου, ὅταν τραβᾶς μιά αὐλακιά παρά πέρα ἀπό τό χωράφι, γιά νά φανεῖ ὅτι εἶναι δικό σου, αὐτή ἡ αὐλακιά ἀπό τό διπλανό χωράφι, τό ἔχω ἀκούσει μυριάκις αὐτό, ἐπικατάρατος. Ἀγαπητοί μου, ἄν μοῦ ἐπετρέπετο, θά σᾶς ἔλεγα καί ἱστορίες πάνω σέ αὐτό, ἀλλά δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ, γιατί ἔχω ζῶσες ἱστορίες. Δέν μπορῶ, γιατί θά θιγοῦν πρόσωπα. Πράγματι, ἐπικατάρατος ἐκεῖνος πού παίρνει τοῦ πλαϊνοῦ του τό ἀντικείμενο. Εἶναι φοβερό!».
(Σειράχ, ὁμιλία 15η)
«Γνωρίζω ὅτι εἶναι πολύ δύσκολο ὁ ἔμπορος νά εἶναι σωστός Xριστιανός, τό γνωρίζω, εἶναι δύσκολο, ἀλλά ὅμως, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι Xριστιανός, διαφορετικά δέν μπορεῖ νά εἶναι ἔμπορος, ἄν θέλει νά εἶναι Xριστιανός. Ἤ δέν μπορεῖ νά εἶναι Xριστιανός, ἄν θέλει νά εἶναι ἔμπορος, ἄν νομίζει ὅτι αὐτά τά δύο πράγματα δέν ταιριάζουν. Ξαναλέω, εἶναι δύσκολο. Δέν ὑπάρχει μόνο ἀνάγκη εὐστροφίας καί ἐμπορικῆς ἱκανότητας στόν ἔμπορο, νά ἀσκεῖ τό ἐπάγγελμά του. Χρειάζεται εὐστροφία μυαλοῦ, πῶς δέν θά πεῖ καί ψέματα, πῶς δέν θά ἐξαπατήσει, καί ταυτόχρονα νά μήν ζημιωθεῖ. Εἶναι θέμα δικό του πῶς θά εἶναι εὔστροφος. Καί ἄν θέλετε, ὁ Κύριος μᾶς θέλει εὐστρόφους!».
(Σειράχ, ὁμιλία 28η)
«Λέει μία κινέζικη παροιμία: «Ἄνθρωπος ἀγέλαστος μαγαζί νά μήν ἀνοίγει». Λοιπόν,ἀγαπητοί μου, πάντοτε χαμογελαστοί, πάντοτε».
(Σειράχ, ὁμιλία 175η)
«Κάνω μία μικρή ἔκκληση. Αὐτό τό εἶχα σημειώσει τό 1960, ὅταν ἦρθα στή Θεσσαλία. Παρατήρησα στά χωριά, στά χωριά μας, ἐνῶ εἶχαν ἀρκετό χωράφι γύρω ἀπό τό κάθε σπίτι, ἀραιοκατοικημένα ὡς ἐπί τό πλεῖστον τά χωριά τῆς Θεσσαλίας, καί τό κάθε σπίτι εἶχε ἀρκετό τόπο καί νερό, δέν ἔβαζαν οὔτε μία ντομάτα, οὔτε μία μελιτζάνα … Καί στήν ἀπορία μου «γιατί», ἡ ἀπάντηση; «Περνᾶ ὁ μανάβης»! Μά, περνᾶ ὁ μανάβης, ἀλλά ὁ μανάβης δέν τά χαρίζει, τά πουλᾶ. Γιατί νά μήν ὑπάρχει οἰκονομική εὐστάθεια, τό ἄν βάλεις πέντε ρίζες ντοματιές καί μελιτζανιές; Θά μοῦ πεῖτε: «Πάτερ μου, ἀπόψε κήρυγμα ἔχομε πνευματικό [12-8-1986]». Σᾶς ἀπήντησα τί λέει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ὅλα μποροῦν νά πάρουν τή σφραγίδα τοῦ Πνεύματος, ὅταν γίνονται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καί μερικά δέν εἶναι ἔξω ἀπό τό ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν, μία μικρή ἔκκληση. Βάλτε μερικά πραγματάκια, πέντε ρίζες ἀπό λαχανικά, σέ ὅ,τι τόπο ἔχετε γύρω ἀπό τό σπίτι σας.Ναί, ἀγαπητοί, ἔτσι πρέπει νά σκεφτόμαστε».
(Σειράχ, ὁμιλία 40ή)
«Κάποτε, ἕνας ταλαίπωρος ἄνθρωπος, πολύ νέος, ἦρθε καί μοῦ λέει: «Σᾶς παρακαλῶ, θέλω νά ἀνοίξω σοῦπερ μάρκετ. Θά ἤθελα ἀπό τούς φίλους καί τούς γνωστούς σας, ἐσεῖς πού ξέρετε, νά μοῦ δανείσουν χρήματα». «Παιδάκι μου», τοῦ λέω «θά πῶ στόν κόσμο νά σοῦ δανείσουν; Δέν μπορῶ νά τό κάνω αὐτό τό πρᾶγμα». «Μά … ». «Δέν μπορῶ θά ἐκτεθῶ». «Μήν μπαίνεις ἐγγυητής, γιατί θά χάσεις τόν ὕπνο σου», θά δοῦμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. «Ὄχι, παιδί μου», τοῦ λέω, δέν εἶναι δυνατόν». Ἀγαπητοί μου, μετά ἀπό λίγο αὐτός ὁ ἄνθρωπος πνίγηκε στή θάλασσα! Ἄν εἶχε δανειστεῖ, τί θά γινόταν, πῶς ἐγώ θά εἶχα ἐκτεθεῖ στόν κόσμο, νά τούς πῶ «δανεῖστε του»; Εἶναι δυνατόν; Σημειώσατε δέ, εἰδικά ὁ κληρικός, δέν μπορεῖ νά μπαίνει ἐγγυητής ἐπ’ οὐδενί λόγῳ, καί νά εἶναι μάλιστα καί καλόγηρος!».
(Σειράχ, ὁμιλία 249η)
«Ὅταν κτίζαμε ἐδῶ στό μοναστήρι, παίρναμε τά ὑλικά ἀπό μία μάντρα, ἐδῶ, στή Λάρισα. Ἕνα τηλεφώνημα «στεῖλε μας τόση ἄμμο, τόσα τσιμέντα», καί μέ τήν πρώτη εὐκαιρία πού κατέβαινα κάτω στή Λάρισα, περνοῦσα ἀπό τή μάντρα νά πληρώσω. Μοῦ ἔλεγε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ -γνωστός μας καί ἔντιμος ἄνθρωπος-: «Mά ἦταν ἀνάγκη νά ἔρθετε γρήγορα;». Καί τοῦ ἔλεγα πάντοτε αὐτό τό χωρίο: «Μηδενί μηδέν ὀφείλετε ἤ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους». Σέ κανέναν τίποτα νά μήν χρωστᾶτε. Εἶναι κακό πρᾶγμα νά αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι χρωστάει. Δέν πρέπει νά χρωστᾶμε. Καί ἄν χρωστᾶμε γιά μιά στιγμή, γρήγορα θά πρέπει νά ἐξοφλήσομε».
(Πρός Ρωμαίους Β΄, ὁμιλία 33η)
«Πολλές φορές, ἀγαπητοί μου, ἔχετε ἔλθει καί μοῦ ἔχετε πεῖ ὅτι δέ θέλετε νά τσακωθεῖτε μέ τόν ἀδελφό σας γιά τά κληρονομικά, περιουσιακά. Καί πρέπει νά σᾶς πῶ, σᾶς ἀνήκει πολλή τιμή, ὅταν σᾶς προτείνω «παραχώρησε τά περισσότερα στόν ἄλλον». Ἔστω, ὅτι τό οἰκόπεδο πού θέλετε, ἄς τό πάρει ὁ πλεονέκτης. Ἔστω λίγο, κάτι παραπάνω, δέν ξέρω τί. Πιστέψτε με, τό ἔχετε ἐφαρμόσει πολλοί ἀπό ἐσᾶς. Δοξάζω τόν Θεό καί ἐπαινῶ ἐσᾶς καί σᾶς λέω μία κουβέντα, ὅτι ἀπό ἀλλοῦ ὁ Θεός θά σᾶς ἀποζημιώσει. Καί ὅτι ὁ ἀδελφός σας, νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός πού εἶναι πλεονέκτης, θά χάσει καί αὐτά πού ἔχει … ».
(Ἠσαΐας, ὁμιλία 62η)
«Τελευταῖα ἄκουσα σάν παροιμία καί μοῦ ἄρεσε καί θά σᾶς τό πῶ: «Φασούλι τό φασούλι ὁ θανών, φασουλάδα ὁ κληρονομῶν», δηλαδή ἐσύ πού θέλεις νά μαζέψεις, μαζεύεις φασούλι τό φασούλι, ἕνα-ἕνα φασολάκι, ὁ κληρονόμος, τά παιδιά σου θά ποῦν: «Εἰς ὑγείαν τοῦ πατέρα μας, βάλτε τώρα τά φασόλια νά φᾶμε μία γερή φασολάδα», δηλαδή σπατάλη, καί τρῶνε τήν πατρική περιουσία μέ τόν τρόπο αὐτό».
(Ἠσαΐας, ὁμιλία 22η)
«Σᾶς βεβαιώνω, εἶδα πολλούς πλουσίους,καί εἶδα τή ζωή τους καί τούς λυπήθηκα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου καί εἶπα: «Τούς κακόμοιρους!». Νά εἶσαι πλούσιος, νά ἀγωνίζεσαι μιά ζωή νά ἀποκτήσεις πλοῦτο καί νά σέ λέγουν οἱ ἄλλοι κακόμοιρο; Κακόμοιροι εἶναι αὐτοί πού δέν ξέρουν νά χαροῦν πραγματικά τή ζωή τους καί τή χαίρεται μόνο ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος λογαριάζει μέ ταπείνωση τί εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔχει εἰρήνη στήν ψυχή. Ναί, εἰρήνη στήν ψυχή. Ἄν τσακωθῶ ἐγώ μέ κάποιον καί δέν ἔχω εἰρήνη μές στήν ψυχή μου, τί κέρδισα; Μερικά χρήματα; Μία καλύτερη θέση; Καί τί ἔβγαλα ἐγώ ἀπό αὐτό, ὅταν ἔχω χάσει τήν εἰρήνη μου; Δέν εἶμαι κουτός ἄνθρωπος;».
(Ἐπιστολή Ἰακώβου, ὁμιλία 12η)
«Δοξάζω τόν Θεό πού ἔχω ζήσει τόσα χρόνια, ὥστε ἔχω δεῖ ἀπό πολύ-πολύ μικρό παιδί τήν ἀλαζονεία πολλῶν ἀνθρώπων, πλουσιοτάτων ἀνθρώπων. Σήμερα δέν ὑπάρχουν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, ἔφυγαν τά ὑπάρχοντά τους, ἀκόμη ἕνα σπίτι ἔχω ὑπόψη [ἡ ὁμιλία ἔγινε τό 2001], περίφημο σπίτι. Βέβαια, λυπήθηκαν κάποιοι πού δέν συντηρήθηκε αὐτό τό σπίτι, τό γκρέμισαν, γιατί θέλησε ἕνας Σύλλογος νά χτίσει τά δικά του σπίτια, τό γκρέμισαν στά γρήγορα-γρήγορα. Οὔτε ὁ τόπος δέν βρίσκεται σήμερα πού ἦταν τό σπίτι αὐτό. Καί ὅμως, τί πλοῦτος μέσα, τί βαλσαμωμένα ζῶα, τί ἐλάφια, τί ἀγριογούρουνα, τί πλοῦτος, τί πλοῦτος … Ποῦ εἶναι; Ἔφυγε, «παράγει», θά πεῖ: περνάει «ἡ ἐπιθυμία τοῦ κόσμου αὐτοῦ». Γι’ αὐτό θά μείνομε σέ ἐκεῖνα πού μᾶς εἶναι ἀνάγκη. Καί ξαναλέγω, καί κάτι πού καλύπτει τήν αἰσθητική, εἶναι ἀνάγκη ἡ αἰσθητική. Τή νοσηρά ἐπιθυμία πρέπει πάντα νά τήν ἀποβάλομε, τήν ὁποία βέβαια ὑπηρετεῖ ὁ διάβολος».
(Σειρά Β΄,ὁμιλία 431η, α΄)
«Γιατί ὁ ἄνθρωπος θέλει νά εἶναι πλούσιος; Γιατί; Γιατί ἔχει ἄδεια ψυχή. Εἶναι ἀντιστάθμισμα αὐτό. Ὅπως μία γυναίκα, ὅσο πιό πολύ ἀπ’ἔξω, σᾶς τό ἔχω ξαναπεῖ αὐτό, ψιμμυθιάζεται, βάφεται, στολίζεται καί φορτώνεται μπιχλιμπίδια κτλ., τόσο κούφια εἶναι ἀπό μέσα. Ὅσο μία γυναίκα εἶναι πιό γεμάτη, τόσο λιγότερο ἀπ’ ἔξω, ἁγνή. Αὐτό, δέν ξέρω ἄν τό ἔχετε παρατηρήσει, ἄν ἔχετε δεῖ πολύ σοφές καί μορφωμένες γυναῖκες. Ἔχω γνωρίσει σπουδαῖες γυναῖκες, πολύ σπουδαῖες γυναῖκες. Εἶχαν δηλαδή περιεχόμενο. Ἦταν πολύ ἁπλές ἀπό ἔξω, πολύ ἁπλές. Εἶναι μία ἀνάγκη ψυχολογική αὐτό τό ἀντιστάθμισμα. Ὅσο λείπει ἡ ἐσωτερική ἱκανοποίηση στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, θέλει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ἀντισταθμίσει τό κενό τῆς ψυχῆς του, νά τή γεμίσει μέ ὑλικά πράγματα. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα τοῦ αὐτόν τόν Πλοῦτο πού λέγεται «Θεός», ὁ πλοῦτος τοῦ εἶναι ἀδιάφορος!».
(Ψαλμοί, ὁμιλία 16η)
«Ἅμα μαζεύεις πλοῦτο μέ ἀδικία, αὐτόν θά τόν ξεράσεις». Καί ἄν ἀκόμα δέν τόν ξεράσεις, σέ περιμένει τό πῦρ τῆς κολάσεως».
(Ψαλτήρας, ὁμιλία 10η)
«Νά μήν ὁρκιζόμαστε γιά κτήματα καί γιά χρήματα».
(Πρός Θεσσαλονικεῖς Α’, ὁμιλία 4η)
Ἐπιμέλεια
Παντελῆς Γκίνης