ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' (θ' 6-11)
Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει. 7 ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. 8
δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ
πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, 9 καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 10
Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ
πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· 11 ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ·
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Ι. ΚΟΛΙΤΣΑΡΑ
Ας γνωρίζετε δε τούτο· ότι εκείνος που στο χωράφι του σπέρνει με
τσιγκουνιά λιγοστό σπόρο, θα θερίση και λίγο σιτάρι. Και εκείνος που
σπέρνει απλόχερα, θα θερίση πολύν καρπόν. (Ο καθένας δηλαδή θα αμειφθή
από τον Θεόν ανάλογα με όσα δίνει, κατά την δύναμίν του πάντοτε). 7
Ο καθένας ας δίδη σύμφωνα με την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας του, όχι
με λύπην η από ανάγκην. Διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με
καλωσύνην και γλυκύτητα”. 8 Είναι δε δυνατόν
ο Θεός να σας δώση με το παραπάνω κάθε δωρεάν, ώστε πάντοτε, σε κάθε
τι, να έχετε κάθε επάρκειαν εις υλικά αγαθά και έτσι να προθυμοποήσθε με
το παραπάνω δια κάθε καλόν έργον. 9 Με τον
τρόπον δε αυτόν θα πραγματοποιηθή και εις σας εκείνο που λέγει η Γραφή·
“εσκόρπισεν αφθόνως τας ελεημοσύνας του, έδωκεν στους πτωχούς· η αρετή
του μένει και διαλαλείται πάντοτε”. 10 Ο δε
Θεός, ο οποίος “παρέχει εν αφθονία σπόρον στον γεωργόν που σπέρνει, και
ψωμί προς τροφήν όλων μας”, είθε να χορηγήση, να ευλογήση και να πληθύνη
την σποράν των χωραφιών σας και τα άλλα υλικά αγαθά σας και να αυξήση
έτσι τους καρπούς της αγάπης και της καλωσύνης σας προς τους άλλους. 11
Ετσι δε να γίνεσθε πλούσιοι εις κάθε καλόν έργον, εις κάθε
γενναιοδωρίαν, η οποία συνεργεί δια μέσου ημών, που εξυπηρετούμεν αυτήν
την διακονίαν, να εκφράζωνται ευχαριστίαι προς τον Θεόν.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (η' 41-56)
Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ οὗτος ἄρχων τῆς συναγωγῆς
ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45
καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ
Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι
καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ. 47
ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι’
ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς
ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51
ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ
Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ Ι. ΚΟΛΙΤΣΑΡΑ
Και ιδού, ήλθε κάποιος άνθρωπος, ονόματι Ιάρειος, ο οποίος ήτο και άρχων
της συναγωγής. Και αφού έπεσεν εις τα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε
να μεταβή στο σπίτι του, 42 διότι η
μονογενής κόρη, την οποίαν είχε, δώδεκα περίπου ετών, ήτο ετοιμοθάνατος.
Καθώς δε ο Ιησούς επήγαινεν στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη τον επίεζαν
με τον συνωστισμόν των. 43 Και μια γυναίκα,
που από δώδεκα έτη υπέφερε από αιμοραγίαν και η οποία είχε εξοδέψει
όλην την περιουσίαν της εις ιατρούς, χωρίς να μπορέση να θεραπευθή από
κανένα, 44 επλησίασε πίσω από τον Ιησούν, ήγγισε την άκρη από το ιμάτιόν του και αμέσως εσταμάτησε η αιμοραγία της. 45
Και είπεν ο Ιησούς· “ποιός είναι αυτός, που με ήγγισε;” Επειδή δε όλοι
ηρνούντο, είπεν ο Πετρος και οι μαθηταί που ήσαν μαζή του· “διδάσκαλε,
τα πλήθη σε στενοχωρούν και σε πιέζουν ολόγυρα και συ λέγεις ποιός με
ήγγισε;” 46 Ο δε Ιησούς είπε· “κάποιος με ήγγισε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι δύναμις θαυματουργική εβγήκε από εμέ”. 47
Η δε γυναίκα, όταν είδε ότι δεν εξέφυγε από την προσοχήν του Ιησού,
τρέμουσα από φόβον και ευλάβειαν ήλθε, έπεσε γονατιστή εμπρός του και
διηγήθηκε εις αυτόν και εμπρός εις όλον το πλήθος την αιτίαν, δια την
οποίαν τον ήγγισεν, όπως επίσης και το γεγονός, ότι εθεραπεύθηκε αμέσως.
48 Ο δε Ιησούς της είπε· “θάρρος, κόρη μου,
η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε ειρηνική και χαρούμενη, χωρίς την
ανησυχίαν και την θλίψιν που είχες προηγουμένως από την ασθένειάν σου”. 49
Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του
αρχισυναγώγου λέγων εις αυτόν, ότι “πέθανε η κόρη σου, μη ενοχλείς και
μη βάζεις εις κόπον τον διδάσκαλον”. 50 Ο Ιησούς όμως, όταν ήκουσε την είδησιν, είπεν στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και θα σωθή η κόρη σου”. 51
Οταν δε ήλθε στο σπίτι, δεν αφήκε κανένα να μπη, ει μη μόνον τον Πετρον
και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και τον πατέρα της κόρης και την
μητέρα. 52 Εκλαιαν δε όλοι και οδυρόμενοι
εκτυπούσαν τας κεφαλάς και τα στήθη των δια την νεκράν. Ο δε Ιησούς
είπε· “μη κλαίετε· δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. 53 Και τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθάνει. 54 Αυτός όμως έβγαλε όλους έξω, επιασε το χέρι της και εφώναξε λέγων· “Κορη, σήκω επάνω”. 55
Και αμέσως η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε· και ο Ιησούς
διέταξε να της δώσουν να φάγη, δια να αναλάβη τελείως από την εξάντλησιν
της ασθενείας που την οδήγησε στον θάνατον. 56 Και έμειναν εκστατικοί και κατάπληκτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγγειλε εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα το γεγονός.
ΟΜΙΛΙΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ
ΠΗΓΗ : arnion.gr