Ο ιερεύς της Μαγνησίας
Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης.
Είχε το ευτύχημα να γεννηθεί από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστη τους στο Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους των διωγμών. Στη Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Αφιερώθηκε, εις την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το 130 μ.Χ. Από την θέση του τώρα αυτή, από το Θείο αυτό αξίωμα της ιεροσύνης, ανέλαβε τον μεγάλο αγώνα, αφ’ ενός να ανοίξει τα μάτια του κόσμου και να δουν τον κίνδυνο από την ειδωλολατρική πλάνη και αφ’ έτερου ν’ αγιάζει με τα μυστήρια τους πιστούς και να τους οδηγεί στην τελειότητα. Μπροστά σε Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του.
Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή έζησε 113 χρόνια έγιναν πολλοί διωγμοί των Χριστιανών και αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο, εν τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον φύλαξε για αργότερα. Μαρτύρησε το 202 μ.Χ.
Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης.
Είχε το ευτύχημα να γεννηθεί από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστη τους στο Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους των διωγμών. Στη Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Αφιερώθηκε, εις την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το 130 μ.Χ. Από την θέση του τώρα αυτή, από το Θείο αυτό αξίωμα της ιεροσύνης, ανέλαβε τον μεγάλο αγώνα, αφ’ ενός να ανοίξει τα μάτια του κόσμου και να δουν τον κίνδυνο από την ειδωλολατρική πλάνη και αφ’ έτερου ν’ αγιάζει με τα μυστήρια τους πιστούς και να τους οδηγεί στην τελειότητα. Μπροστά σε Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του.
Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή έζησε 113 χρόνια έγιναν πολλοί διωγμοί των Χριστιανών και αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο, εν τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον φύλαξε για αργότερα. Μαρτύρησε το 202 μ.Χ.
Γαλήνιος μπροστά στον οργισμένο άρχοντα
Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μ.Χ.). Αυτός είχε κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες και είχε δώσει αυστηρές διαταγές. Ηγεμόνας στην περιοχή εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος Χαράλαμπος, ήταν τότε ένας κακόψυχος και θηριόψυχος, Λουκιανός ονομαζόμενος. Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός τη χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, οργίστηκε πολύ. Έξαλλος από το κακό του, έστειλε στρατιώτες στη Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε μπροστά του. Πράγματι οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδεροδέσμιο τον γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήταν τότε υπέργηρος. Εκατόν δέκα τριών (113) ετών.
Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό και άγριο βλέμμα, και τον απείλησε ότι εάν δεν προσκυνήσει τα είδωλα τον περιμένουν φρικτά βασανιστήρια. Ο Άγιος στις απειλές και στις φοβέρες του άρχοντα απάντησε:
-Κακώς νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον τρομάξουνε οι φοβέρες για βάσανα και θάνατο. Εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθεί προ πολλού. Και εάν με θανατώσεις, θα μου δώσεις εκείνο που περιμένω. Άλλωστε εμείς οι χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο δεν τα αποφεύγουμε, αλλά τα θέλουμε και τα ποθούμε. Γιατί εμείς είμεθα εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους και όπως οι γενναίοι στρατιώτες, δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης, αλλά τον δοξασμένο της μάχης.
-Είσαι γέροντας και λυπούμαι τα γεράματα σου, να σε βάλω σε βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.
-Ας είμαι γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου. Αλλά να μάθεις, ότι στους ιδικούς μας αγώνες το πάν είναι η ψυχή. Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία. Αμφιβάλλεις, Έπαρχε, γι αυτό;
Δοκίμασε. Και θα δεις, ότι οι δήμιοι σου θα κουρασθούνε και ο ιερεύς Χαράλαμπος, με την χάριν του Χριστού μου, δεν θα τους πει να τον λυπηθούνε. Άλλωστε, χωρίς στερήσεις,χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα, πώς θα κερδίσουμε την Βασιλεία των ουρανών; Αυτά, άρχοντα μου, τα βάσανα, μας ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλλίτερο από τα βάσανα; Αυτά μας φέρνουνε κοντά στον Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τα αποφεύγουμε; Έπειτα όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!
Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μ.Χ.). Αυτός είχε κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες και είχε δώσει αυστηρές διαταγές. Ηγεμόνας στην περιοχή εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος Χαράλαμπος, ήταν τότε ένας κακόψυχος και θηριόψυχος, Λουκιανός ονομαζόμενος. Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός τη χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, οργίστηκε πολύ. Έξαλλος από το κακό του, έστειλε στρατιώτες στη Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε μπροστά του. Πράγματι οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδεροδέσμιο τον γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήταν τότε υπέργηρος. Εκατόν δέκα τριών (113) ετών.
Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό και άγριο βλέμμα, και τον απείλησε ότι εάν δεν προσκυνήσει τα είδωλα τον περιμένουν φρικτά βασανιστήρια. Ο Άγιος στις απειλές και στις φοβέρες του άρχοντα απάντησε:
-Κακώς νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον τρομάξουνε οι φοβέρες για βάσανα και θάνατο. Εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθεί προ πολλού. Και εάν με θανατώσεις, θα μου δώσεις εκείνο που περιμένω. Άλλωστε εμείς οι χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο δεν τα αποφεύγουμε, αλλά τα θέλουμε και τα ποθούμε. Γιατί εμείς είμεθα εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους και όπως οι γενναίοι στρατιώτες, δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης, αλλά τον δοξασμένο της μάχης.
-Είσαι γέροντας και λυπούμαι τα γεράματα σου, να σε βάλω σε βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.
-Ας είμαι γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου. Αλλά να μάθεις, ότι στους ιδικούς μας αγώνες το πάν είναι η ψυχή. Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία. Αμφιβάλλεις, Έπαρχε, γι αυτό;
Δοκίμασε. Και θα δεις, ότι οι δήμιοι σου θα κουρασθούνε και ο ιερεύς Χαράλαμπος, με την χάριν του Χριστού μου, δεν θα τους πει να τον λυπηθούνε. Άλλωστε, χωρίς στερήσεις,χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα, πώς θα κερδίσουμε την Βασιλεία των ουρανών; Αυτά, άρχοντα μου, τα βάσανα, μας ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλλίτερο από τα βάσανα; Αυτά μας φέρνουνε κοντά στον Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τα αποφεύγουμε; Έπειτα όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!
Τον γδέρνουν!
Έπειτα από την σταθερή αυτή απάντηση το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε όμως μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πώς σχίζονται με αυτά οι σάρκες, πώς τσακίζονται τα κόκαλα και πώς βγαίνουν τα νύχια. Ο Άγιος τα κοίταξε με αδιαφορία και απάθεια.
-Ξεροκέφαλε, του λέγει ο Έπαρχος, μη σκέφτεσαι καθόλου Θυσίασε στους μεγάλους θεούς μας. Το καταλαβαίνεις;
-Αυτό, τους αποκρίθηκε, δεν θα γίνει ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου. Δεν πουλάω την ψυχή μου στον σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό και τώρα να την προσφέρω θυσία στο σατανά; Θεός φυλάξοι!
Από τα λόγια του αυτά οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία. Διέταξαν αμέσως να γδάρουν τον υπέργηρον Ιερέα του Υψίστου ζωντανό! Δεν λυπηθήκανε οι αλητήριοι τα βαθειά γεράματα του. Δεν σεβαστήκανε τα 113 του χρόνια!
Τον γύμνωσαν αμέσως, του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του και άρχισαν το απάνθρωπο γδάρσιμο. Άρχισαν από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις σάρκες. Ο πόνος ήταν φοβερός, τρομερός, αβάστακτος. Ο Άγιος όμως σφίγγει τα δόντια του. Κρατάει γερά, προσεύχεται και λέγει:
-Θεέ μου, Σε ευχαριστώ διότι μού έκαμες την μεγάλη τιμήν και μου έδωσες την περιπόθητη ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δός μου υπομονή να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας παιδιά μου, που μού βασανίζετε το σώμα. Μ’ αυτό, που κάνετε, μού χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά της Βασιλείας του Θεού.
Ενώ όμως έλεγε αυτά ο Άγιος, όσοι τον βλέπανε (οι στρατιώτες, οι δούλοι, οι βασανιστές και οι άρχοντες), μένανε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσανε να καταλάβουνε ποιο ήταν εκείνο που μέσα σ' αυτόν τον μεγάλο πόνο, έδινε στον Μάρτυρα τόση δύναμη και τόση ευτυχία. Δυο μάλιστα δήμιοι, που τον γδέρνανε, ο Πορφύριος και ο Βάπτος, όταν είδανε την υπομονή του Μάρτυρος, για να κερδίσει την Βασιλεία του Θεού, πιστέψανε. Πετάξανε τα μαχαίρια και φωνάξανε: «Είμαστε και εμείς χριστιανοί!» Φιλούσανε έπειτα τον Άγιο και του ζητούσανε να τους συγχωρέσει. Ο Έπαρχος τότε διέταξε και τους αποκεφάλισαν. Με χαρά το δέχτηκαν. Τότε και τρεις γυναίκες είπανε δυνατά: «Και εμείς πιστεύουμε στο Χριστό!» Χαρούμενες και αυτές μαρτυρήσανε για το Χριστό. Η Εκκλησία μας τους γιορτάζει και τους πέντε την 10ην Φεβρουαρίου μαζί με τον Άγιο Χαράλαμπο.
Στομώνουν οι χειράγρες
Του είχανε γδάρει το κεφάλι οι δύο δήμιοι, που μαρτυρήσανε. Οι άλλοι, που τους διαδέχτηκαν, άρπαξαν τις χειράγρες. Αυτές ήταν κάτι σαν σιδερένια χέρια με μυτερά νύχια.
Αρχίσανε απάνθρωπα να του ξεσχίζουν τις σάρκες. Τρομερό το μαρτύριο. Ο Άγιος παρέμεινε προσευχόμενος. Ξαφνικά όμως, συνέβη κάτι το περίεργο και θαυμαστό:
Οι χειράγρες, τα σατανικά δηλ. όργανά τους, με τα οποία τραβούσανε λωρίδες από το κορμί του Αγίου, στομώσανε! Δεν μπορούσανε να σχίζουν το δέρμα και τις σάρκες του Αγίου! Τότε οι βασανιστές λέγανε κατάπληκτοι:
-Τι συμβαίνει; Μήπως αυτός εδώ είναι ο ίδιος ο Χριστός και ήλθε να μας τιμωρήσει; Μήπως, ο Θεός, που πιστεύει ο Χαράλαμπος, είναι αληθινός και γι αυτό στομώνει τις χειράγρες; Τότε ένας δούκας, που άκουσε αυτές τις συζητήσεις θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε και βρίζοντας στρατιώτες, δούλους και βασανιστές και άρπαξε τις χειράγρες για να τις μπήξει στο γέρικο κορμί του Αγίου. Τότε ο Θεός έκανε το θαύμα του και κόπηκαν τα χέρια του δούκα από τους αγκώνες και κάτω και μείνανε κολλημένα με τις χειράγρες στο σώμα του Αγίου! Τρομαγμένος τότε ο δούκας, πονώντας και αυτός αφόρητα, έπεσε χάμω, φωνάζοντας, κλαίγοντας. Τότε ο ηγεμόνας πλησίασε και σαν είδε τα χέρια του δούκα κρεμασμένα από το σώμα του Μάρτυρα, από το κακό του έγινε έξω φρενών και έφτυσε τον Άγιο στο πρόσωπο. Ο Θεός όμως του έδωσε και αυτού αμέσως το θαύμα. Στράβωσε αμέσως ο λαιμός του και κοίταζε τώρα το πρόσωπο του προς την πλάτη του! Το πλήθος βλέποντας αυτά πολλοί από αυτούς πιστέψανε στον Αληθινό Θεό. Ο δούκας παρακαλούσε να τον γιατρέψει ο Άγιος και του υποσχόταν ότι θα πιστέψει στον δικό του Θεό. Τότε ο Άγιος προσευχήθηκε στον Κύριο και του ζητούσε να γιατρευτούν αυτοί οι δύο. Μόλις τελείωσε ο Άγιος την προσευχή του, ακούστηκε από τον Ουρανό φωνή, που του έλεγε:
-Χαίρε, αθλητά Χαράλαμπε, συνόμιλε των Αγγέλων και ομότροπε των Αποστόλων. Ήκουσα την δέησίν σου και δίδω την ίασιν εις τους ασεβείς.
Αυτοστιγμεί τότε γιατρεύτηκαν όλοι, όσοι τιμωρήθηκαν! Ο δούκας που του αποκαταστάθηκαν τα χέρια του σαν πρώτα, πίστεψε στο Χριστό και βαφτίστηκε. Και ο ηγεμόνας που επανήλθε το πρόσωπον του στη θέση του σταμάτησε τον διωγμό κατά των Χριστιανών μέχρις ότου αναφέρει τα γενόμενα στον Βασιλέα. Ο Άγιος μεταφέρθηκε εν συνεχεία στο σπιτάκι του. Αυτό το σπίτι του έγινε προσκύνημα. Πηγαίνανε οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των περιχώρων και τον βλέπανε. Κατάκοπος και εξαντλημένος από όσα έπαθε, από το κρεβάτι του, τους δίδασκε τι πρέπει να κάνουν, για να σωθούν. Εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Αλλά και πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύανε και βαπτίζονταν. Τότε, μετά το μαρτύριο του, ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα και πολλές θεραπείες ασθενών. Τυφλοί ξαναβλέπανε, κουτσοί περπατούσανε, δαιμονιζόμενοι απαλλάσσονταν από τα δαιμόνια και βρίσκανε γαλήνη. Και πολλές άλλες αρρώστιες με την ευχή του Αγίου εξαφανίζονταν. Ακόμη και αναστάσεις νεκρών έγιναν με την προσευχή του Αγίου.
Έπειτα από την σταθερή αυτή απάντηση το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε όμως μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πώς σχίζονται με αυτά οι σάρκες, πώς τσακίζονται τα κόκαλα και πώς βγαίνουν τα νύχια. Ο Άγιος τα κοίταξε με αδιαφορία και απάθεια.
-Ξεροκέφαλε, του λέγει ο Έπαρχος, μη σκέφτεσαι καθόλου Θυσίασε στους μεγάλους θεούς μας. Το καταλαβαίνεις;
-Αυτό, τους αποκρίθηκε, δεν θα γίνει ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου. Δεν πουλάω την ψυχή μου στον σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό και τώρα να την προσφέρω θυσία στο σατανά; Θεός φυλάξοι!
Από τα λόγια του αυτά οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία. Διέταξαν αμέσως να γδάρουν τον υπέργηρον Ιερέα του Υψίστου ζωντανό! Δεν λυπηθήκανε οι αλητήριοι τα βαθειά γεράματα του. Δεν σεβαστήκανε τα 113 του χρόνια!
Τον γύμνωσαν αμέσως, του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του και άρχισαν το απάνθρωπο γδάρσιμο. Άρχισαν από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις σάρκες. Ο πόνος ήταν φοβερός, τρομερός, αβάστακτος. Ο Άγιος όμως σφίγγει τα δόντια του. Κρατάει γερά, προσεύχεται και λέγει:
-Θεέ μου, Σε ευχαριστώ διότι μού έκαμες την μεγάλη τιμήν και μου έδωσες την περιπόθητη ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δός μου υπομονή να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας παιδιά μου, που μού βασανίζετε το σώμα. Μ’ αυτό, που κάνετε, μού χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά της Βασιλείας του Θεού.
Ενώ όμως έλεγε αυτά ο Άγιος, όσοι τον βλέπανε (οι στρατιώτες, οι δούλοι, οι βασανιστές και οι άρχοντες), μένανε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσανε να καταλάβουνε ποιο ήταν εκείνο που μέσα σ' αυτόν τον μεγάλο πόνο, έδινε στον Μάρτυρα τόση δύναμη και τόση ευτυχία. Δυο μάλιστα δήμιοι, που τον γδέρνανε, ο Πορφύριος και ο Βάπτος, όταν είδανε την υπομονή του Μάρτυρος, για να κερδίσει την Βασιλεία του Θεού, πιστέψανε. Πετάξανε τα μαχαίρια και φωνάξανε: «Είμαστε και εμείς χριστιανοί!» Φιλούσανε έπειτα τον Άγιο και του ζητούσανε να τους συγχωρέσει. Ο Έπαρχος τότε διέταξε και τους αποκεφάλισαν. Με χαρά το δέχτηκαν. Τότε και τρεις γυναίκες είπανε δυνατά: «Και εμείς πιστεύουμε στο Χριστό!» Χαρούμενες και αυτές μαρτυρήσανε για το Χριστό. Η Εκκλησία μας τους γιορτάζει και τους πέντε την 10ην Φεβρουαρίου μαζί με τον Άγιο Χαράλαμπο.
Στομώνουν οι χειράγρες
Του είχανε γδάρει το κεφάλι οι δύο δήμιοι, που μαρτυρήσανε. Οι άλλοι, που τους διαδέχτηκαν, άρπαξαν τις χειράγρες. Αυτές ήταν κάτι σαν σιδερένια χέρια με μυτερά νύχια.
Αρχίσανε απάνθρωπα να του ξεσχίζουν τις σάρκες. Τρομερό το μαρτύριο. Ο Άγιος παρέμεινε προσευχόμενος. Ξαφνικά όμως, συνέβη κάτι το περίεργο και θαυμαστό:
Οι χειράγρες, τα σατανικά δηλ. όργανά τους, με τα οποία τραβούσανε λωρίδες από το κορμί του Αγίου, στομώσανε! Δεν μπορούσανε να σχίζουν το δέρμα και τις σάρκες του Αγίου! Τότε οι βασανιστές λέγανε κατάπληκτοι:
-Τι συμβαίνει; Μήπως αυτός εδώ είναι ο ίδιος ο Χριστός και ήλθε να μας τιμωρήσει; Μήπως, ο Θεός, που πιστεύει ο Χαράλαμπος, είναι αληθινός και γι αυτό στομώνει τις χειράγρες; Τότε ένας δούκας, που άκουσε αυτές τις συζητήσεις θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε και βρίζοντας στρατιώτες, δούλους και βασανιστές και άρπαξε τις χειράγρες για να τις μπήξει στο γέρικο κορμί του Αγίου. Τότε ο Θεός έκανε το θαύμα του και κόπηκαν τα χέρια του δούκα από τους αγκώνες και κάτω και μείνανε κολλημένα με τις χειράγρες στο σώμα του Αγίου! Τρομαγμένος τότε ο δούκας, πονώντας και αυτός αφόρητα, έπεσε χάμω, φωνάζοντας, κλαίγοντας. Τότε ο ηγεμόνας πλησίασε και σαν είδε τα χέρια του δούκα κρεμασμένα από το σώμα του Μάρτυρα, από το κακό του έγινε έξω φρενών και έφτυσε τον Άγιο στο πρόσωπο. Ο Θεός όμως του έδωσε και αυτού αμέσως το θαύμα. Στράβωσε αμέσως ο λαιμός του και κοίταζε τώρα το πρόσωπο του προς την πλάτη του! Το πλήθος βλέποντας αυτά πολλοί από αυτούς πιστέψανε στον Αληθινό Θεό. Ο δούκας παρακαλούσε να τον γιατρέψει ο Άγιος και του υποσχόταν ότι θα πιστέψει στον δικό του Θεό. Τότε ο Άγιος προσευχήθηκε στον Κύριο και του ζητούσε να γιατρευτούν αυτοί οι δύο. Μόλις τελείωσε ο Άγιος την προσευχή του, ακούστηκε από τον Ουρανό φωνή, που του έλεγε:
-Χαίρε, αθλητά Χαράλαμπε, συνόμιλε των Αγγέλων και ομότροπε των Αποστόλων. Ήκουσα την δέησίν σου και δίδω την ίασιν εις τους ασεβείς.
Αυτοστιγμεί τότε γιατρεύτηκαν όλοι, όσοι τιμωρήθηκαν! Ο δούκας που του αποκαταστάθηκαν τα χέρια του σαν πρώτα, πίστεψε στο Χριστό και βαφτίστηκε. Και ο ηγεμόνας που επανήλθε το πρόσωπον του στη θέση του σταμάτησε τον διωγμό κατά των Χριστιανών μέχρις ότου αναφέρει τα γενόμενα στον Βασιλέα. Ο Άγιος μεταφέρθηκε εν συνεχεία στο σπιτάκι του. Αυτό το σπίτι του έγινε προσκύνημα. Πηγαίνανε οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των περιχώρων και τον βλέπανε. Κατάκοπος και εξαντλημένος από όσα έπαθε, από το κρεβάτι του, τους δίδασκε τι πρέπει να κάνουν, για να σωθούν. Εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Αλλά και πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύανε και βαπτίζονταν. Τότε, μετά το μαρτύριο του, ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα και πολλές θεραπείες ασθενών. Τυφλοί ξαναβλέπανε, κουτσοί περπατούσανε, δαιμονιζόμενοι απαλλάσσονταν από τα δαιμόνια και βρίσκανε γαλήνη. Και πολλές άλλες αρρώστιες με την ευχή του Αγίου εξαφανίζονταν. Ακόμη και αναστάσεις νεκρών έγιναν με την προσευχή του Αγίου.
Καρφιά στη ράχη του
Ο ηγεμόνας όμως βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, σηκώθηκε και πήγε μόνος του στον βασιλέα. Του ανέφερε καταλεπτώς διά τον Άγιο όλα όσα συνέβησαν. Ο άσεβής Σεβήρος, αντί να πιστέψει, μόλις τ’ άκουσε, άναψε από το θυμό του και διάταξε να πάνε και να καρφώσουν σε όλη την πλάτη του Αγίου καρφιά και κατόπιν να τον σύρουν από την Μαγνησία σε κάποια άλλη πόλη, Αντιόχεια ονομαζόμενη. Δεν φαίνεται να ήταν η μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας. Κατόπιν τον δέσανε από την μεγάλη γενειάδα του και τον τραβούσανε αλύπητα οι απάνθρωποι, χωρίς καθόλου να σκεφθούν τα βαθειά γεράματά του. Κατόπιν τον βάλανε επάνω σε ένα άλογο και ξεκινήσανε. Δεν είχανε προχωρήσει ούτε τρία χιλιόμετρα και το άλογο στάθηκε και τους μίλησε δυνατά, σαν άνθρωπος!
-Ώ καταραμένοι στρατιώτες, είπε, που είσθε υπηρέτες του βασιλέως σας διαβόλου! Δεν βλέπετε, ότι μαζί με αυτόν τον άνθρωπο είναι ο Θεός; Λύσατε τον σκληροτράχηλοι, δια να λυθείτε και σεις από τα αόρατα δεσμά.
Ο ηγεμόνας όμως βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, σηκώθηκε και πήγε μόνος του στον βασιλέα. Του ανέφερε καταλεπτώς διά τον Άγιο όλα όσα συνέβησαν. Ο άσεβής Σεβήρος, αντί να πιστέψει, μόλις τ’ άκουσε, άναψε από το θυμό του και διάταξε να πάνε και να καρφώσουν σε όλη την πλάτη του Αγίου καρφιά και κατόπιν να τον σύρουν από την Μαγνησία σε κάποια άλλη πόλη, Αντιόχεια ονομαζόμενη. Δεν φαίνεται να ήταν η μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας. Κατόπιν τον δέσανε από την μεγάλη γενειάδα του και τον τραβούσανε αλύπητα οι απάνθρωποι, χωρίς καθόλου να σκεφθούν τα βαθειά γεράματά του. Κατόπιν τον βάλανε επάνω σε ένα άλογο και ξεκινήσανε. Δεν είχανε προχωρήσει ούτε τρία χιλιόμετρα και το άλογο στάθηκε και τους μίλησε δυνατά, σαν άνθρωπος!
-Ώ καταραμένοι στρατιώτες, είπε, που είσθε υπηρέτες του βασιλέως σας διαβόλου! Δεν βλέπετε, ότι μαζί με αυτόν τον άνθρωπο είναι ο Θεός; Λύσατε τον σκληροτράχηλοι, δια να λυθείτε και σεις από τα αόρατα δεσμά.
Στην φωτιά να τον κάψουν
Έπειτα από αυτό οι στρατιώτες φοβηθήκανε και πήγανε τον Άγιο με άνεση στην Αντιόχεια. Αλλά ο διάβολος μετασχηματίστηκε σαν γέροντας και φάνηκε στον Σεβήρο κατηγορώντας τον Άγιο ότι είναι μάγος και ότι του πήρε πολλούς στρατιώτες. Αυτό εξαγρίωσε τον Σεβήρο που έδωσε διαταγή να του καρφώσουν στο στήθος μια μεγάλη σούβλα.
Κατόπιν να φέρουν ξύλα, να ανάψουν φωτιά και να καίνε τον Άγιο, ώσπου να ξεψυχήσει. Περάσανε λοιπόν τη σούβλα στον Άγιο και επί πολλή ώρα τον καίγανε, αλλά δεν έπαθε τίποτε ο Άγιος, διότι η φωτιά έσβησε. Ο Άγιος λες και ξανάνιωσε. Τότε ο βασιλεύς είπε να τον λύσουν και να τον πάνε κοντά του και τον ρώτησε την ηλικία του.
-Εκατόν δέκα τριών χρονών, του απάντησε ο Άγιος.
-Αφού λοιπόν τόσα χρόνια έζησες, πώς δεν έχεις τόσον μυαλό να γνωρίσεις τους αθανάτους θεούς, παρά κάθεσαι και προσκυνάς τον Χριστό, σαν να είσαι ανόητος;
-Επειδή, του αποκρίθηκε ο Άγιος, τόσα πολλά χρόνια έζησα, γνώρισα την Αλήθεια και προσκυνώ τον Αληθινό Θεό, τον Παντοδύναμο και Πανοικτίρμονα.
Τα δύο θαύματα
-Άκουσα, λέγει ο βασιλεύς, ότι μπορείς και νεκρούς ν’ αναστήσεις.
-Αυτό, του απάντησε, μόνον ο Δεσπότης Χριστός μπορεί να το κάνει, όχι άνθρωπος. Τότε ο Σεβήρος διέταξε και φέρανε εκεί ένα δαιμονισμένο, που βασανιζόταν ο δυστυχής από τον σατανά 36 χρόνια. Όταν αυτός έφθασε κοντά στον Άγιο, λες και καιγόταν από φωτιά, πονούσε τρομερά, γι αυτό φώναζε ο δαίμονας:
-Σε παρακαλώ, δούλε του Χριστού, μη με βασανίσεις, αλλά είπε ένα λόγο και βγαίνω. Και αν θέλεις και διατάξεις, θα σου πω, γιατί μπήκα σε αυτόν τον άνθρωπο.
-Λέγε, ακάθαρτο πνεύμα, του είπε ο Άγιος.
-Αυτός, είπε το πονηρό πνεύμα, έκλεψε τα πράγματα του γείτονά του και κατόπιν σκότωσε τον κληρονόμο του και τον βασανίζω τώρα 36 χρόνια.
Τότε ο Άγιος επιτίμησε τον δαίμονα και εξήλθε.
Πραγματικά, Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, είπε θαυμάζοντας ο βασιλεύς. Έπειτα από τρεις η μέρες, απέθανε κάποιος νέος. Και ο βασιλεύς λέγει στον Άγιο:
-Ανάστησε αυτόν τον νεκρό αν μπορείς:
Ο Άγιος για να δοξαστεί το όνομα του Θεού, έκαμε πολλή προσευχή και αναστήθηκε ο νεκρός. Αυτό έκαμε μεγάλη κατάπληξι σε όλους και πολλοί από τον όχλο πιστέψανε στον Χριστό. Ο πωρωμένος όμως έπαρχος, Κρίσπος είπε στον βασιλέα:
-Θανάτωσέ τον επί τέλους αυτόν τον άνθρωπο, γιατί με τις μαγείες κάνει αυτά τα τερατουργήματα.
-Θυσίασε Χαράλαμπε, στους θεούς για ν’ απαλλαγείς από τα βασανιστήρια.
-Όσο περισσότερο με βασανίσεις, του είπε ο Άγιος τόσο περισσότερο ευφραίνετε η ψυχή μου.
Τότε εξεμάνει ο βασιλεύς και διέταξε να του συντρίψουν με πέτρες τις σιαγόνες, και να κάψουν με λαμπάδες την γενειάδα και το πρόσωπον του. Το πυρ όμως λες και είχε λογική,
πήδησε και έκαψε όσους στεκόντουσαν κοντά.
Οι τύραννοι αιωρούνται
Τότε ο βασιλεύς μανιασμένος, γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτε στον Άγιο γύρισε προς τον ουρανό και έριχνε βέλη επάνω στον αέρα λέγοντας.
-Κατέβα, Χριστέ, αν είσαι, Θεός στη γήινα πολεμήσουμε. Τότε όμως έγινε μεγάλος σεισμός. Φόβος και τρόμος κατέλαβε όλους. Οργίστηκε ο Κύριος. Από το σεισμό φαινότανε ο ουρανός ότι έσειε σαν ένα δένδρο. Αστραπές και βροντές μεγάλες ακούγονταν και αίφνης ο βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλά στον αέρα.
Φώναζε δε τότε ο βασιλεύς προς τον Άγιο λέγοντας:
-Κύριέ μου Χαράλαμπε, δίκαια τα παθαίνω. Παρακάλεσε όμως τον Κύριο και Θεό σου να με γλυτώσει από τη τιμωρία αυτή και εγώ υπόσχομαι να γράψω σε όλες τις πόλεις
να δοξάζεται το Όνομα Του.
Τότε ήλθε εκεί και η κόρη του βασιλέως, που την λέγανε Γαλήνη και του λέγει:
-Πίστεψε στον Κύριο για να σε γλυτώσει και να σε λύσει απ’ αυτά τα δεσμά, γιατί Αυτός ο Χριστός είναι αληθινός Θεός Αθάνατος. Όταν τα είπε αυτά προσκύνησε τον Άγιο και του είπε:
-Παρακάλεσε τον Κύριο ν’ απαλλάξει τον πατέρα μου από αυτούς τους πόνους και εάν μεν πιστέψει θα γίνει μεγάλο καλό, εάν όχι θα έχεις τουλάχιστον εσύ τον μισθό σου μετά θάνατον.
Τότε προσευχήθηκε ο Άγιος και σταμάτησε η οργή του Θεού. Κατέβηκαν στη γη ο βασιλεύς και ο έπαρχος και πήγανε στο παλάτι. Μείνανε τρεις ημέρες έχοντες στο νου τους διαρκώς τον φόβο του Θεού και την οργή Του.
-Άκουσα, λέγει ο βασιλεύς, ότι μπορείς και νεκρούς ν’ αναστήσεις.
-Αυτό, του απάντησε, μόνον ο Δεσπότης Χριστός μπορεί να το κάνει, όχι άνθρωπος. Τότε ο Σεβήρος διέταξε και φέρανε εκεί ένα δαιμονισμένο, που βασανιζόταν ο δυστυχής από τον σατανά 36 χρόνια. Όταν αυτός έφθασε κοντά στον Άγιο, λες και καιγόταν από φωτιά, πονούσε τρομερά, γι αυτό φώναζε ο δαίμονας:
-Σε παρακαλώ, δούλε του Χριστού, μη με βασανίσεις, αλλά είπε ένα λόγο και βγαίνω. Και αν θέλεις και διατάξεις, θα σου πω, γιατί μπήκα σε αυτόν τον άνθρωπο.
-Λέγε, ακάθαρτο πνεύμα, του είπε ο Άγιος.
-Αυτός, είπε το πονηρό πνεύμα, έκλεψε τα πράγματα του γείτονά του και κατόπιν σκότωσε τον κληρονόμο του και τον βασανίζω τώρα 36 χρόνια.
Τότε ο Άγιος επιτίμησε τον δαίμονα και εξήλθε.
Πραγματικά, Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, είπε θαυμάζοντας ο βασιλεύς. Έπειτα από τρεις η μέρες, απέθανε κάποιος νέος. Και ο βασιλεύς λέγει στον Άγιο:
-Ανάστησε αυτόν τον νεκρό αν μπορείς:
Ο Άγιος για να δοξαστεί το όνομα του Θεού, έκαμε πολλή προσευχή και αναστήθηκε ο νεκρός. Αυτό έκαμε μεγάλη κατάπληξι σε όλους και πολλοί από τον όχλο πιστέψανε στον Χριστό. Ο πωρωμένος όμως έπαρχος, Κρίσπος είπε στον βασιλέα:
-Θανάτωσέ τον επί τέλους αυτόν τον άνθρωπο, γιατί με τις μαγείες κάνει αυτά τα τερατουργήματα.
-Θυσίασε Χαράλαμπε, στους θεούς για ν’ απαλλαγείς από τα βασανιστήρια.
-Όσο περισσότερο με βασανίσεις, του είπε ο Άγιος τόσο περισσότερο ευφραίνετε η ψυχή μου.
Τότε εξεμάνει ο βασιλεύς και διέταξε να του συντρίψουν με πέτρες τις σιαγόνες, και να κάψουν με λαμπάδες την γενειάδα και το πρόσωπον του. Το πυρ όμως λες και είχε λογική,
πήδησε και έκαψε όσους στεκόντουσαν κοντά.
Οι τύραννοι αιωρούνται
Τότε ο βασιλεύς μανιασμένος, γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτε στον Άγιο γύρισε προς τον ουρανό και έριχνε βέλη επάνω στον αέρα λέγοντας.
-Κατέβα, Χριστέ, αν είσαι, Θεός στη γήινα πολεμήσουμε. Τότε όμως έγινε μεγάλος σεισμός. Φόβος και τρόμος κατέλαβε όλους. Οργίστηκε ο Κύριος. Από το σεισμό φαινότανε ο ουρανός ότι έσειε σαν ένα δένδρο. Αστραπές και βροντές μεγάλες ακούγονταν και αίφνης ο βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλά στον αέρα.
Φώναζε δε τότε ο βασιλεύς προς τον Άγιο λέγοντας:
-Κύριέ μου Χαράλαμπε, δίκαια τα παθαίνω. Παρακάλεσε όμως τον Κύριο και Θεό σου να με γλυτώσει από τη τιμωρία αυτή και εγώ υπόσχομαι να γράψω σε όλες τις πόλεις
να δοξάζεται το Όνομα Του.
Τότε ήλθε εκεί και η κόρη του βασιλέως, που την λέγανε Γαλήνη και του λέγει:
-Πίστεψε στον Κύριο για να σε γλυτώσει και να σε λύσει απ’ αυτά τα δεσμά, γιατί Αυτός ο Χριστός είναι αληθινός Θεός Αθάνατος. Όταν τα είπε αυτά προσκύνησε τον Άγιο και του είπε:
-Παρακάλεσε τον Κύριο ν’ απαλλάξει τον πατέρα μου από αυτούς τους πόνους και εάν μεν πιστέψει θα γίνει μεγάλο καλό, εάν όχι θα έχεις τουλάχιστον εσύ τον μισθό σου μετά θάνατον.
Τότε προσευχήθηκε ο Άγιος και σταμάτησε η οργή του Θεού. Κατέβηκαν στη γη ο βασιλεύς και ο έπαρχος και πήγανε στο παλάτι. Μείνανε τρεις ημέρες έχοντες στο νου τους διαρκώς τον φόβο του Θεού και την οργή Του.
Η Αγία Γαλήνη
Έπειτα από τριάντα ημέρες ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη. Κάλεσε τον Άγιο και του είπε να θυσιάσει στους θεούς. Αλλά ο Άγιος του είπε ότι υπακούει μόνο στον Αληθινό Θεό.
Του κακοφάνηκε του βασιλιά, που του αντιμίλησε. Γι αυτό διέταξε να βάλουν στο στόμα του ένα χαλινάρι, σαν να ήταν άλογο, και να τον σύρουν σ’ όλη την πόλη για να τον ρεζιλέψουν. Ο Άγιος όμως στο διάστημα αυτό προσευχόταν.
Η Γαλήνη επί πολλή ώρα συμβούλευε τον πατέρα της να σταματήσει την αμαρτία αυτήν και να πιστέψει στον Θεό, τον Οποίον είχε ομολογήσει, για να μην κολασθεί αιώνια.
Αυτός όμως ο δυστυχής, ασύνετος και ανόητος, δεν ωφελήθηκε τίποτε από τα λόγια αυτά. Τουναντίον προχώρησε στο χειρότερο και την διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Αυτή όμως, έξυπνη καθώς ήταν, για να τον εμπαίξει του υποσχέθηκε ότι θα τα προσκυνήσει. Κατόπιν πήγε η μακαρία Γαλήνη εις τον ναό του Διός και του Απόλλωνος και και συνέτριψε τα άψυχα είδωλα. Την άλλη μέρα πάλι ο πατέρας αφού έδωσε διαταγή να φτιάξουν νέα είδωλα της παρουσίασε ότι δήθεν οι θεοί αναστήθηκαν. Αλλά και πάλι η
Γαλήνη τα συνέτριψε.
Στο σπίτι της ακόλαστης χήρας
Τότε θύμωσε ο τύραννος κι έστρεψε την οργή του στον Άγιο, που δίδαξε την Γαλήνη. Και για να τον εξευτελίσει διέταξε να τον παραδώσουν σε μια χήρα και ακόλαστη γυναίκα για να τον φυλάξει στο σπίτι της. Αλλά ο Θεός τον εφύλαξε από τον εξευτελισμό. Μόλις πήγε ο Άγιος στο σπίτι της ακούμπησε σε ξηρό ξύλινο στύλο. Και ώ! του θαύματος αμέσως ο ξηρός στύλος βλάστησε κι έκανε τόσα κλωνάρια ώστε γέμισε όλο το σπίτι. Η χήρα εκείνη μόλις είδε τέτοιο παράδοξο θαύμα προσκύνησε τον Άγιο και του είπε:
-Πήγαινε από το σπίτι μου κύριε, γιατί δεν είμαι άξια για να είσαι κοντά μου.
-Μη φοβάσαι παιδί μου, της είπε ο Άγιος, πίστεψε μονάχα στον Κύριο, που είναι Θεός σπλαχνικός. Την άλλη ημέρα, που είδαν οι γείτονες της χήρας τέτοιο μεγάλο δένδρο με άνθη και καρπούς μέσα στο δωμάτιο της, θαύμασαν και μπήκανε μέσα στο σπίτι. Βρήκανε εκεί τον Άγιο, που δίδασκε. Τότε η γυναίκα εκείνη τους είπε την υπόθεση και εγκωμίαζε τον Άγιο. Όλοι τους δε τον προσκύνησαν, πιστέψανε στον Χριστό και βαπτιστήκανε. Την άλλη ήμερα ανήγγειλαν στο βασιλιά το θαυμαστό αυτό γεγονός. Και ενώ όλοι θαύμαζαν, ο πωρωμένος έπαρχος είπε:
-Πρόσταξε βασιλεύ ν’ αποκεφαλίσουν αυτόν τον πλάνο, για να μη μείνει και κάνει και άλλα τέρατα και σημεία και πιστέψουν στο Χριστό περισσότεροι.
Έπειτα από τριάντα ημέρες ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη. Κάλεσε τον Άγιο και του είπε να θυσιάσει στους θεούς. Αλλά ο Άγιος του είπε ότι υπακούει μόνο στον Αληθινό Θεό.
Του κακοφάνηκε του βασιλιά, που του αντιμίλησε. Γι αυτό διέταξε να βάλουν στο στόμα του ένα χαλινάρι, σαν να ήταν άλογο, και να τον σύρουν σ’ όλη την πόλη για να τον ρεζιλέψουν. Ο Άγιος όμως στο διάστημα αυτό προσευχόταν.
Η Γαλήνη επί πολλή ώρα συμβούλευε τον πατέρα της να σταματήσει την αμαρτία αυτήν και να πιστέψει στον Θεό, τον Οποίον είχε ομολογήσει, για να μην κολασθεί αιώνια.
Αυτός όμως ο δυστυχής, ασύνετος και ανόητος, δεν ωφελήθηκε τίποτε από τα λόγια αυτά. Τουναντίον προχώρησε στο χειρότερο και την διέταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Αυτή όμως, έξυπνη καθώς ήταν, για να τον εμπαίξει του υποσχέθηκε ότι θα τα προσκυνήσει. Κατόπιν πήγε η μακαρία Γαλήνη εις τον ναό του Διός και του Απόλλωνος και και συνέτριψε τα άψυχα είδωλα. Την άλλη μέρα πάλι ο πατέρας αφού έδωσε διαταγή να φτιάξουν νέα είδωλα της παρουσίασε ότι δήθεν οι θεοί αναστήθηκαν. Αλλά και πάλι η
Γαλήνη τα συνέτριψε.
Στο σπίτι της ακόλαστης χήρας
Τότε θύμωσε ο τύραννος κι έστρεψε την οργή του στον Άγιο, που δίδαξε την Γαλήνη. Και για να τον εξευτελίσει διέταξε να τον παραδώσουν σε μια χήρα και ακόλαστη γυναίκα για να τον φυλάξει στο σπίτι της. Αλλά ο Θεός τον εφύλαξε από τον εξευτελισμό. Μόλις πήγε ο Άγιος στο σπίτι της ακούμπησε σε ξηρό ξύλινο στύλο. Και ώ! του θαύματος αμέσως ο ξηρός στύλος βλάστησε κι έκανε τόσα κλωνάρια ώστε γέμισε όλο το σπίτι. Η χήρα εκείνη μόλις είδε τέτοιο παράδοξο θαύμα προσκύνησε τον Άγιο και του είπε:
-Πήγαινε από το σπίτι μου κύριε, γιατί δεν είμαι άξια για να είσαι κοντά μου.
-Μη φοβάσαι παιδί μου, της είπε ο Άγιος, πίστεψε μονάχα στον Κύριο, που είναι Θεός σπλαχνικός. Την άλλη ημέρα, που είδαν οι γείτονες της χήρας τέτοιο μεγάλο δένδρο με άνθη και καρπούς μέσα στο δωμάτιο της, θαύμασαν και μπήκανε μέσα στο σπίτι. Βρήκανε εκεί τον Άγιο, που δίδασκε. Τότε η γυναίκα εκείνη τους είπε την υπόθεση και εγκωμίαζε τον Άγιο. Όλοι τους δε τον προσκύνησαν, πιστέψανε στον Χριστό και βαπτιστήκανε. Την άλλη ήμερα ανήγγειλαν στο βασιλιά το θαυμαστό αυτό γεγονός. Και ενώ όλοι θαύμαζαν, ο πωρωμένος έπαρχος είπε:
-Πρόσταξε βασιλεύ ν’ αποκεφαλίσουν αυτόν τον πλάνο, για να μη μείνει και κάνει και άλλα τέρατα και σημεία και πιστέψουν στο Χριστό περισσότεροι.
Τέλος ειρηνικό
Πράγματι ο βασιλεύς εξέδωσε εναντίον του Αγίου την καταδικαστική απόφαση. Οι δήμιοι επήραν την απόφαση, πήρανε και τον Άγιο και τον φέρανε στον τόπο της θανατικής εκτελέσεως. Ο Άγιος όμως στο δρόμο, καθώς έσερνε τα κουρασμένα και πληγωμένα και γέρικα πόδια του, προσευχόταν με ψαλμούς προς τον Κύριο, που τους ήξερε απ’ έξω.
Έλεγε μεταξύ των άλλων και τον εκατοστό ψαλμό:
«Ἔλεος καί κρίσιν ἄσομαι Σοί Κύριε...»
Όταν ο Άγιος έφτασε εκεί, σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε:
-Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, είπε, γιατί είσαι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Συ Παντοδύναμε κτύπησες τον εχθρό μας διάβολο. Συ κτύπησες και τον Άδη με το να απαλλάξεις από τον θάνατο το ανθρώπινο γένος. Μνήσθητι μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου.
Τότε, συνέβη και το έξης θαυμαστό Ανοίξανε για μια στιγμή οι Ουρανοί, φάνηκε ο Χριστός με πλήθος Αγγέλων. Κατέβηκε κοντά του και του λέγει:
-Έλα, προσφιλέστατε και αγαπημένε μου Χαράλαμπε, που τόσο πολύ κακοπάθησες, για τ’ Όνομά Μου.
Ζήτησε Μου ποία χάρη θέλεις και θ’ ακούσω την δέηση σου.
-Και το ότι αξιώθηκα, αποκρίθηκε ο Μάρτυρας, να δω την φοβερή δόξα της παρουσίας Σου, αυτό είναι μεγάλο χάρισμα σε εμένα τον ελάχιστο. Αλλά επειδή η αγαθότατης Σου, Κύριε, με προστάζει να Σου ζητήσω χάρη, παρακαλώ να μου κάνεις την έξης:
Σε όποιο τόπο βρεθεί τεμάχιο από το λείψανο μου και σ’ όποια χώρα γιορτάζουν το μαρτύριο μου, να μην γίνει εκεί ποτέ πείνα, ούτε πανώλης που θα θανατώνει τους ανθρώπους πρόωρα. Ούτε πονηρός άνθρωπος που να βλάπτει τους καρπούς, αλλά να είναι σ’ αυτόν τον τόπον ειρήνη σταθερή, ψυχών σωτηρία και σωμάτων θεραπεία. Να είναι αφθονία σίτου, οίνου, ελαίου, τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων. Φύλαγε δε γερά τα βόδια και όλα τα τετράποδα ζώα των ανθρώπων για να γεωργούν τη γη και να δοξάζεται το Όνομά Σου. Συγχώρησε, Κύριε, σε παρακαλώ και τις αμαρτίες τους ως Αγαθός και Φιλάνθρωπος.
-Να γίνει πιστέ Μου δούλε, το θέλημα σου! Είπε ο Κύριος και αμέσως εξαφανίστηκε.
Μετά ταύτα, ο Άγιος παρέδωσε αμέσως την αγιασμένη του ψυχή στο Χριστό ειρηνικά, πριν προλάβει ο δήμιος να του κόψει την κεφαλή! Ο Θεός δεν θέλησε να ταλαιπωρηθεί περισσότερο. Αρκετά βασανίσθηκε.
Πράγματι ο βασιλεύς εξέδωσε εναντίον του Αγίου την καταδικαστική απόφαση. Οι δήμιοι επήραν την απόφαση, πήρανε και τον Άγιο και τον φέρανε στον τόπο της θανατικής εκτελέσεως. Ο Άγιος όμως στο δρόμο, καθώς έσερνε τα κουρασμένα και πληγωμένα και γέρικα πόδια του, προσευχόταν με ψαλμούς προς τον Κύριο, που τους ήξερε απ’ έξω.
Έλεγε μεταξύ των άλλων και τον εκατοστό ψαλμό:
«Ἔλεος καί κρίσιν ἄσομαι Σοί Κύριε...»
Όταν ο Άγιος έφτασε εκεί, σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε:
-Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, είπε, γιατί είσαι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Συ Παντοδύναμε κτύπησες τον εχθρό μας διάβολο. Συ κτύπησες και τον Άδη με το να απαλλάξεις από τον θάνατο το ανθρώπινο γένος. Μνήσθητι μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου.
Τότε, συνέβη και το έξης θαυμαστό Ανοίξανε για μια στιγμή οι Ουρανοί, φάνηκε ο Χριστός με πλήθος Αγγέλων. Κατέβηκε κοντά του και του λέγει:
-Έλα, προσφιλέστατε και αγαπημένε μου Χαράλαμπε, που τόσο πολύ κακοπάθησες, για τ’ Όνομά Μου.
Ζήτησε Μου ποία χάρη θέλεις και θ’ ακούσω την δέηση σου.
-Και το ότι αξιώθηκα, αποκρίθηκε ο Μάρτυρας, να δω την φοβερή δόξα της παρουσίας Σου, αυτό είναι μεγάλο χάρισμα σε εμένα τον ελάχιστο. Αλλά επειδή η αγαθότατης Σου, Κύριε, με προστάζει να Σου ζητήσω χάρη, παρακαλώ να μου κάνεις την έξης:
Σε όποιο τόπο βρεθεί τεμάχιο από το λείψανο μου και σ’ όποια χώρα γιορτάζουν το μαρτύριο μου, να μην γίνει εκεί ποτέ πείνα, ούτε πανώλης που θα θανατώνει τους ανθρώπους πρόωρα. Ούτε πονηρός άνθρωπος που να βλάπτει τους καρπούς, αλλά να είναι σ’ αυτόν τον τόπον ειρήνη σταθερή, ψυχών σωτηρία και σωμάτων θεραπεία. Να είναι αφθονία σίτου, οίνου, ελαίου, τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων. Φύλαγε δε γερά τα βόδια και όλα τα τετράποδα ζώα των ανθρώπων για να γεωργούν τη γη και να δοξάζεται το Όνομά Σου. Συγχώρησε, Κύριε, σε παρακαλώ και τις αμαρτίες τους ως Αγαθός και Φιλάνθρωπος.
-Να γίνει πιστέ Μου δούλε, το θέλημα σου! Είπε ο Κύριος και αμέσως εξαφανίστηκε.
Μετά ταύτα, ο Άγιος παρέδωσε αμέσως την αγιασμένη του ψυχή στο Χριστό ειρηνικά, πριν προλάβει ο δήμιος να του κόψει την κεφαλή! Ο Θεός δεν θέλησε να ταλαιπωρηθεί περισσότερο. Αρκετά βασανίσθηκε.
ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ, ΜΕΤΕΩΡΑ |
Τα άγια λείψανα του θαυματουργούν
Το Άγιο του λείψανο το παρέλαβε κατόπιν η μακαρία Γαλήνη και το ενταφίασε μέσα σε χρυσή θήκη, αφού του έβαλε πολύτιμα μύρα και αρώματα. Κατόπιν το Άγιο και πανσεβάσμιο λείψανο του ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν ευλαβείας στους απανταχού Ορθοδόξους Χριστιανούς. Διώχνει δε το Άγιο λείψανο τα βάσανα και κάθε ασθένεια, από όσους τον παρακαλούν. Υπάρχουνε και σήμερα σε πολλούς Ναούς και Μοναστήρια τεμάχια λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπους. Η Αγία και πάντιμος Κάρα του βρίσκεται επάνω στα Μετέωρα της Θεσσαλίας, εις το Μοναστήρι του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάμνει δε συχνά παράδοξα κι εκπληκτικά θαύματα. Υπάρχει εκεί και φυλλάδα, που περιέχει τα θαύματα του Αγίου.
Ιδίως φυλάττει τους ανθρώπους από την φοβερή νόσο της πανώλους. Γι αυτό όσες φορές ενέσκηπτε η φοβερή αυτή αρρώστια, κατεβάζανε οι Πατέρες την Αγία Κάρα του κάτω στις πόλεις και το κακό σταματούσε αμέσως. Το 1812 η τρομερή αρρώστια της πανώλους θέριζε όλη την Ήπειρο. Τότε κάποιος, Μολοσσός ονόματι, πατέρας του Ζώτου Μολοσσού που έγραψε το λεξικό των Αγίων Πάντων, επήγε στα Μετέωρα κι έφερε στην Ήπειρο την Τιμία Κάρα του Αγίου Χαραλάμπους και σταμάτησε το θανατικό. Επίσης πολλοί πιστοί την καλούν στα σπίτια τους, την κατασπάζονται με ευλάβεια και κάνουν Αγιασμό. Και έτσι απαλλάσσονται από κάθε κακό.
Το 1897 έγινε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Τότε οι Τούρκοι πήρανε την Αγία Κάρα και την κτύπησαν με χίλιους δυο τρόπους για να ανοίξει και να πάρουν μόνον το άργυρο κουτί της. Δεν μπόρεσαν όμως να το ανοίξουνε. Ο Θεός τους έδωσε την τιμωρία, γιατί κάνανε οι Τούρκοι και άλλες ιεροσυλίες. Αρρώστησαν δε όλοι βαριά. Πεθάναν τότε 35.000 Τούρκοι στην Θεσσαλία από τύφο δια θαύματος του Αγίου.
Όταν έμαθε ο Σουλτάνος, ότι χάθηκε τόσος πολύς στρατός στην Θεσσαλία, έγραψε στον Διοικητή του τουρκικού στρατού, Εδέμ, επίσημο γράμμα και τον ρωτούσε:
-Πως χάθηκε αυτός ο στρατός, αφού δεν έγινε καμιά μάχη με τους Έλληνες; Και ο Εδέμ απάντησε τότε ως εξής:
-Όσοι Τούρκοι χάλασαν Εκκλησίες και Μοναστήρια πεθάναν από τύφο. Εγώ το χέρι του Θεού δεν μπόρεσα να Το εμποδίσω. Όλοι οι κακοί Τούρκοι κακώς απέθαναν!
Το Άγιο του λείψανο το παρέλαβε κατόπιν η μακαρία Γαλήνη και το ενταφίασε μέσα σε χρυσή θήκη, αφού του έβαλε πολύτιμα μύρα και αρώματα. Κατόπιν το Άγιο και πανσεβάσμιο λείψανο του ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν ευλαβείας στους απανταχού Ορθοδόξους Χριστιανούς. Διώχνει δε το Άγιο λείψανο τα βάσανα και κάθε ασθένεια, από όσους τον παρακαλούν. Υπάρχουνε και σήμερα σε πολλούς Ναούς και Μοναστήρια τεμάχια λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπους. Η Αγία και πάντιμος Κάρα του βρίσκεται επάνω στα Μετέωρα της Θεσσαλίας, εις το Μοναστήρι του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάμνει δε συχνά παράδοξα κι εκπληκτικά θαύματα. Υπάρχει εκεί και φυλλάδα, που περιέχει τα θαύματα του Αγίου.
Ιδίως φυλάττει τους ανθρώπους από την φοβερή νόσο της πανώλους. Γι αυτό όσες φορές ενέσκηπτε η φοβερή αυτή αρρώστια, κατεβάζανε οι Πατέρες την Αγία Κάρα του κάτω στις πόλεις και το κακό σταματούσε αμέσως. Το 1812 η τρομερή αρρώστια της πανώλους θέριζε όλη την Ήπειρο. Τότε κάποιος, Μολοσσός ονόματι, πατέρας του Ζώτου Μολοσσού που έγραψε το λεξικό των Αγίων Πάντων, επήγε στα Μετέωρα κι έφερε στην Ήπειρο την Τιμία Κάρα του Αγίου Χαραλάμπους και σταμάτησε το θανατικό. Επίσης πολλοί πιστοί την καλούν στα σπίτια τους, την κατασπάζονται με ευλάβεια και κάνουν Αγιασμό. Και έτσι απαλλάσσονται από κάθε κακό.
Το 1897 έγινε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Τότε οι Τούρκοι πήρανε την Αγία Κάρα και την κτύπησαν με χίλιους δυο τρόπους για να ανοίξει και να πάρουν μόνον το άργυρο κουτί της. Δεν μπόρεσαν όμως να το ανοίξουνε. Ο Θεός τους έδωσε την τιμωρία, γιατί κάνανε οι Τούρκοι και άλλες ιεροσυλίες. Αρρώστησαν δε όλοι βαριά. Πεθάναν τότε 35.000 Τούρκοι στην Θεσσαλία από τύφο δια θαύματος του Αγίου.
Όταν έμαθε ο Σουλτάνος, ότι χάθηκε τόσος πολύς στρατός στην Θεσσαλία, έγραψε στον Διοικητή του τουρκικού στρατού, Εδέμ, επίσημο γράμμα και τον ρωτούσε:
-Πως χάθηκε αυτός ο στρατός, αφού δεν έγινε καμιά μάχη με τους Έλληνες; Και ο Εδέμ απάντησε τότε ως εξής:
-Όσοι Τούρκοι χάλασαν Εκκλησίες και Μοναστήρια πεθάναν από τύφο. Εγώ το χέρι του Θεού δεν μπόρεσα να Το εμποδίσω. Όλοι οι κακοί Τούρκοι κακώς απέθαναν!
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε
Ὡς στύλος ἀκλόνητός της Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καί Λύχνος ἀείφωτος, τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες. Ἐλαμψας ἐν τῷ κόσμω, διά τοῦ Μαρτυρίου, ἐλυσας τῶν εἰδώλων τήν σκοτόμαιναν μάκαρ. Διό ἐν παρρησία Χριστῷ πρέσβευε σωθῆναι ἠμᾶς.
Ὡς στύλος ἀκλόνητός της Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καί Λύχνος ἀείφωτος, τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες. Ἐλαμψας ἐν τῷ κόσμω, διά τοῦ Μαρτυρίου, ἐλυσας τῶν εἰδώλων τήν σκοτόμαιναν μάκαρ. Διό ἐν παρρησία Χριστῷ πρέσβευε σωθῆναι ἠμᾶς.